Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Υπόμνημα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

   ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ   ΓΡΑΦΕΙΟ   ΝΙΚΟΥ  Ι.  ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ  &  ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ
Βαλαωρίτου 9Β – Κολωνάκι – 106 71 Αθήνα – Τηλ.: 210 3390557 – Fax: 210 3390558


Τμήμα Γ΄, Επταμελής Σύνθεση

Δικάσιμος:  5.6.2014 (και από οίκοθεν αναβολή 16.10.2014)
Δικαστής: Ο Πάρεδρος ΣτΕ κος. Ιωάννης Παπαγιάννης

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

Ιγνατίου-Πλάτωνος-Αποστόλου ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ του Σπυρίδωνος, κατοίκου Σκάλας Ναυπάκτου (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος).

KATA

Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) υπό την επωνυμία «Εκκλησία της Ελλάδος», που εδρεύει στην Αθήνα (Ιωάννου Γενναδίου 14 και Ιασίου 1, Τ.Κ. 11521, τηλ. 210-7272204) και εκπροσωπείται νόμιμα.

ΠΕΡΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ


[1] Της υπ’ αριθ. 36/2013 Αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου για Πρεσβύτερους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
[2] Του υπ’ αριθ. 4361/1927/2013 κλητηρίου θεσπίσματος του Πρωτοβάθμιου για Πρεσβύτερους, Διακόνους και Μοναχούς Συνοδικού Δικαστηρίου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
[3] Της υπ’ αριθ. 1/2012 Αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ, υπό την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου», που εδρεύει στη Ναύπακτο και εκπροσωπείται νόμιμα.
[4] Της υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσας Αποφάσεως του αυτού Επισκοπικού Δικαστηρίου.
[5] Του υπ’ αριθ. 491/2012 κλητηρίου ‘επικρίματος’ του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, που εξέδωσε υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος του Επισκοπικού Δικαστηρίου του ΝΠΔΔ υπό την επωνυμία «Ιερά Μητρόπολις Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου».
Συζητείται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως, λόγω σπουδαιότητας, του Γ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου σας, και στις 5 Ιουνίου 2014, η υπ’ αριθ. καταθέσεως 1296/2014 αίτησή μου ακυρώσεως, με ορισθέντα εισηγητή τον Πάρεδρο ΣτΕ κ. Ιωάννη Παπαγιάννη.
Περαιτέρω, και εν όψει της ανωτέρω δικασίμου, κατατέθηκε εκ μέρους μου ενώπιον του Δικαστηρίου σας το από 20 Μαΐου 2014 (αριθ. καταθ. 413/2014) δικόγραφο Πρόσθετων Λόγων της αυτής αιτήσεως ακυρώσεως, που κοινοποιήθηκε αυθημερόν, νόμιμα και εμπρόθεσμα, προς την καθ’ ής Εκκλησία της Ελλάδος.
Με την κρινόμενη Αίτηση Ακυρώσεως, καθώς και τους Πρόσθετους Λόγους αυτής, στο πλήρες περιεχόμενο και τους καθέκαστα λόγους των οποίων συνολικά και αναφέρομαι, ζητώ την ακύρωση των πιο πάνω εκκλησιαστικών πράξεων καθώς και κάθε άλλης συναφούς πράξης ή παράλειψης της εκκλησιαστικής διοίκησης, ρητής ή σιωπηρής, προγενέστερης ή μεταγενέστερης.
Επειδή πρέπει να γίνει δεκτή η επίδικη αίτηση ακυρώσεως, μαζί με τους πρόσθετους αυτής λόγους, και μάλιστα στο σύνολό τους, διότι ασκήθηκαν παραδεκτά και είναι νομικά και ουσιαστικά βάσιμοι.
Επειδή περαιτέρω αναφέρομαι και σε όσα προφορικά θα αναπτυχθούν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου κατά την εκδίκαση της υποθέσεως.
Επειδή για όσους λόγους ήδη εξέθεσα με τα εισαγωγικά δικόγραφά μου αλλά και με όσα θα αναπτύξω με το παρόν Υπόμνημά μου ή κάθε άλλο μεταγενέστερο αντίστοιχο, πρέπει να απορριφθεί κάθε αντίθετος ισχυρισμός τής καθ’ ής Εκκλησία της Ελλάδος και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις αυτής.
Επειδή καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και παράβολα, όπως προκύπτει από
Επειδή καταβλήθηκε η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής, όπως προκύπτει από
Επειδή παρίσταμαι ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, δυνάμει του ειδικού πληρεξουσίου  υπ’ αριθ. 14.331 της Συμβολαιογράφου Ναυπάκτου Ειρήνης Νικολάου-Μουτοπούλου, με το οποίο παρέχεται η ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον Δικηγόρο Αθηνών Νικόλαο Αντωνιάδη, να με εκπροσωπήσει διενεργώντας κάθε απαιτούμενη και νόμιμη διαδικαστική πράξη.

Ι. Προσκομιζόμενα και Επικαλούμενα Έγγραφα
Επειδή προσάγω και επικαλούμαι σε ακριβή αντίγραφα, επιπλέον των εγγράφων που έχω ήδη καταθέσει με τους πρόσθετους λόγους και τα οποία αναφέρονται και στην αίτηση ακύρωσης και στο παρόν υπόμνημα, τα ακόλουθα έγγραφα:
1.- Υπ’ αριθ. 491/17.12.2012 κλητήριο επίκριμα του Μητροπολίτη Ναυπάκτου  Ιερόθεου Βλάχου.
2.- Από 6-12-2012 Πρωτόκολλο Παράδοσης και Παραλαβής Φακέλου Ανακριτικού Έργου επί της υποθέσεως του Ιερομονάχου Ιγνατίου Σταυροπούλου.
3.- Υπ’ αριθμ. καταθέσεως 1016/92/44/24-12-2012 Μήνυσή μου προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου κατά των: (α) Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου, και, (β) Πρωτοπρεσβύτερου Θωμά Βαμβίνη, για την εκ μέρους τους τέλεση κατ’ εξακολούθηση των αδικημάτων της παράβασης καθήκοντος και ψευδούς βεβαίωσης.
4.- Υπ’ αριθ. 968/2012 Πρώτη Επαναληπτική Περίληψη Κατασχετήριας Έκθεσης Ακινήτου για Διενέργεια Πλειστηριασμού υπέρ του ανωτέρω Μητροπολίτη και κατ’ εμού, σχετικά με την εκπλειστηρίαση του πατρικού μου ακινήτου.
5.- Υπ’ αριθ. 717/26-9-2007 απόφαση του μηνυόμενου Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου, περί διαγραφής μου από την κατάσταση μισθοδοσίας της Μητρόπολης.
6.- Υπ’ αριθ. 191/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου.
7.- Υπ’ αριθ. 10/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών.
8- Υπ’ αριθμ. 8/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου.

ΙΙ. Επί της Ουσίας της Υποθέσεως
Α. Συνοπτικό Ιστορικό
1. Αναφερόμενος στο ιστορικό της επίδικης υποθέσεως, όπως αυτό εκτίθεται αναλυτικά στην επίδικη Αίτηση Ακυρώσεως και τους Πρόσθετους Λόγους αυτής, περιορίζομαι εδώ στη συνοπτική του ανασύνθεση, ενόψει των πιο πάνω προσαγόμενων και επικαλούμενων εγγράφων (1-8), των εγγράφων που έχω προσκομίσει με τους πρόσθετους λόγους (μετά του αποδεικτικού επιδόσεώς τους στην Εκκλησία της Ελλάδος), πρωτίστως δε του αντίγραφου των Πρακτικών του Δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, στα οποία περιλαμβάνονται, ενσωματωμένες, και οι ενστάσεις που υπέβαλα κατά της προδικασίας κ.λ.π. (έχω, δε, ήδη καταθέσει τα Πρακτικά του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στα οποία επίσης έχουν ενσωματωθεί οι σχετικές ενστάσεις μου, καθώς και τα λοιπά ουσιώδη για την υπό κρίση αίτηση ακύρωσης έγγραφα),  προς αποφυγή περιττών επαναλήψεων. Ειδικότερα:
2. Με την υπ’ αριθ. 36/2013 Απόφαση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος −και σε επιστέγασμα των προηγηθέντων και συμπροσβαλλόμενων εκκλησιαστικών διοικητικών πράξεων− καταδικάσθηκα σε ποινή καθαιρέσεως από την ιερωσύνη και επαναφοράς μου στην τάξη των μοναχών.
3. Απολύτως κρίσιμο στοιχείο για τη δικαστική διάγνωση της παρούσας υποθέσεως, αποτελεί το γεγονός της αρξάμενης ήδη από το έτος 1998 και συνεχιζόμενης μέχρι σήμερα σφοδρότατης δικαστικής και εξώδικης αντιδικίας μεταξύ του κ. Ιεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτη του ΝΠΔΔ της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, και της Μοναχικής Αδελφότητας της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου. Η αντιδικία αυτή έχει οδηγήσει στην έκδοση μεγάλης σειράς εκκλησιαστικών διοικητικών πράξεων, κυρίως όμως δικαστικών αποφάσεων, είτε των εκκλησιαστικών είτε των πολιτειακών δικαστηρίων.
4. Ορισμένες από τις δικαστικές αυτές αποφάσεις (βλ. κατωτέρω) εκδόθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας, σε ερμηνεία και εφαρμογή του σχετικού Ν. 5383/1932, «περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» [το πλήρες κείμενό του, βλ. σχολιασμένο με βιβλιογραφία και νομολογία σε: Σ. ΤΡΩΙΑΝΟΣ / Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Θρησκευτική Νομοθεσία. Ειδική Νομοθεσία – Βιβλιογραφία – Νομολογία, Αθήνα 2009, 1675-1727]. Σήμερα, ενόψει της κρινόμενης διαφοράς, το Συμβούλιο της Επικρατείας –που, ας μην λησμονείται, ιδρύθηκε (για δεύτερη και οριστική φορά) το έτος 1929, ακολουθώντας τα βήματα του γαλλικού Conseil dEtat στο χώρο της εφαρμογής των αρχών του κράτους δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου– καλείται να κρίνει, συνολικά ίσως αυτή τη φορά, για τον βαθμό της πραγματικής προστασίας ενός Έλληνα πολίτη από τις παράνομες αποφάσεις εκκλησιαστικών οργάνων, τα οποία ως προς πραγματική τους λειτουργία δεν συνιστούν παρά αντισυνταγματικά έκτακτα δικαστήρια [βλ. Δ. ΤΣΟΥΡΚΑΣ, Τα έκτακτα δικαστήρια. Συμβολή στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 8 § 2 του Συντάγματος, Θεσσαλονίκη 1986, passim].
5. Υπογραμμίζεται, ως κομβικής σημασίας στοιχείο για τη διάγνωση της επίδικης υπόθεσης, το γεγονός ότι σε πλειάδα περιπτώσεων η ανωτέρω αντιδικία προσέλαβε χαρακτήρα πρωτοφανούς σε οξύτητα προσωπικής δικαστικής και εξώδικης δίωξης από την πλευρά του Μητροπολίτη Ναυπάκτου (και) κατ’ εμού του αιτούντος. Μεταξύ των ενεργειών αυτών, ας μνημονευθεί εδώ ιδιαίτερα η άνευ προηγουμένου προσπάθεια του ίδιου Επισκόπου να εκπλειστηριάσει την πατρική μου οικία, μετά από μία ακόμη μεταξύ μας προσωπική δικαστική αντιπαράθεση (προσαγόμενο 5)! Ή ακόμη η κατηγορία που πέτυχε να απαγγελθεί και εναντίον μου για τη λειτουργία του Μουσείου της Μονής, στα εγκαίνια του οποίου είχε ο ίδιος παρευρεθεί ο ίδιος.
Πράγματι, ο κ. Ιερόθεος παρέστη αυτοπροσώπως τον Αύγουστο του 1996 στα εγκαίνια του επίδικου Μουσείου και ξεναγήθηκε σε αυτό, θαυμάζοντας και συγχαίροντας την (επίδικη) συλλογή! Ακόμη και στην εφημερίδα «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» που εκδίδει η Μητρόπολη Ναυπάκτου (δηλαδή ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Ιερόθεος), στο τεύχος Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1996 της και υπό τον τίτλο «Πανηγύρισαν Ι. Μονές της Μητροπόλεώς μας», δημοσιοποιείται ευρύτερα το γεγονός των εγκαινίων του Μουσείου αλλά και της παρουσίας του κ. Ιερόθεου: «Την γιορτή  της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος πανηγύρισε η ομώνυμη Μονή στην Σκάλα. Ο Σεβασμιώτατος χοροστάτησε στον πανηγυρικό εσπερινό την πραμονή της εορτής και κήρυξε το θείο λόγο. Την κυριώνυμο ημέρα μετά τη Θ. Λειτουργία επακολούθησαν εορταστικές εκδηλώσεις για τα είκοσι χρόνια από την θεμελίωση της Ι. Μονής, τιμήθηκαν οι ευργέτες της και έγιναν τα εγκαίνια του μουσείου της». Εν τέλει, εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 8/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου (προσαγόμενο 9).

Και όλα αυτά διότι ο αιτών αρνήθηκε να υπακούσει σε μη σύννομες εντολές του Μητροπολίτη, επικαλούμενος λόγους στενά συνδεόμενους τόσο με την κληρική και μοναχική του ιδιότητα, όσο και την ατομική του συνείδηση ως Έλληνα πολίτη, με πλήρη κατοχύρωση των συνταγματικών του ατομικών δικαιωμάτων (η προστασία των οποίων δεν υποχωρεί λόγω της κληρικής/μοναχικής του ιδιότητας).

6. Μετά από πρωτοβουλία του ανωτέρω Μητροπολίτη, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκδίδοντας την υπ’ αριθ. 3519/6-9-2007 Απόφασή της, επέβαλε για πρώτη φορά στον αιτούντα το λεγόμενο «επιτίμιο ακοινωνησίας», ήτοι την εκκλησιαστική ποινή που συνεπάγεται στέρηση της δυνατότητας συμμετοχής στη θεία ευχαριστία (ωστόσο, περί της πραγματικής νομικής φύσεως του εν λόγω μέτρου και των συνεπειών του, βλ. κατωτέρω).
7. Με την υπ’ αριθ. 717/26-9-2007 απόφαση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, διαγράφηκα από την κατάσταση μισθοδοσίας της Μητρόπολης. Ωστόσο, η εν λόγω διοικητική πράξη ακυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 191/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου. Αν και η εκτελεστή δικαστική ακύρωση της πιο πάνω πράξεως του Μητροπολίτη συνεπέφερε την αναβίωση της υπηρεσιακής-μισθολογικής μου θέσεως, αυτός, εντούτοις, αρνείται παράνομα μέχρι σήμερα να προβεί σε εκτέλεσή της, ως οφείλει, παρά τις συνεχείς προφορικές και έγγραφες οχλήσεις μου. Έτσι, η εκ προθέσεως παραβατική συμπεριφορά του Μητροπολίτη εμφανίζεται να επηρεάζει σαφώς και το αντικείμενο της παρούσας δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διότι παρουσιάζει αναληθώς εμένα να μην συνδέομαι με υπηρεσιακή σχέση με το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου της Εκκλησίας. Εντούτοις, όπως προκύπτει από την ανωτέρω υπ’ αριθ. 191/2011 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, έχω πλέον αποκατασταθεί και δικαστικώς ως προς την παρανόμως λυθείσα υπηρεσιακή-μισθολογική μου σχέση με την τοπική μου Μητρόπολη, γεγονός που επηρεάζει άμεσα το αντικείμενο της δίκης, αφού η υπηρεσιακή μου σχέση με την τοπική Μητρόπολη έχει από της εκδόσεως της πιο πάνω αποφάσεως ΑΝΑΒΙΩΣΕΙ.
Ακριβώς όμως επειδή ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου αρνείται να συμμορφωθεί με το διατακτικό της υπ’ αριθ. 191/2011 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, αναγκάσθηκα για την προστασία των δικαιωμάτων μου και μόνον, να υποβάλλω μήνυση εναντίον για παράβαση καθήκοντος.
8. Η άρνησή μου να συμμορφωθώ −για λόγους ανθρώπινης συνειδήσεως και αξιοπρέπειας αλλά και νομοκανονικής συνέπειας− στο ανωτέρω αντισυνταγματικό και παράνομο μέτρο, επέφερε την έκδοση νεότερης διαταγής του Μητροπολίτη, περί διενέργειας ‘εκκλησιαστικής ανακρίσεως’ εναντίον μου. Ο ίδιος όρισε ως εκκλησιαστικό ανακριτή τον πρωτοπρεσβύτερο της αυτής Ι. Μητροπόλεως Θωμά Βαμβίνη, ο οποίος, υπογραμμίζεται, ότι τελεί σε πλήρη ιεραρχική και υπηρεσιακή εξάρτηση από τον εντολέα του Μητροπολίτη. Ο εν λόγω ανακριτής, αφού ολοκλήρωσε τις εντεταλμένες ανακριτικές διαδικασίες και συνέταξε το από 14-12-2012 ‘ανακριτικό πόρισμα’, καθιστώντας με ‘κατηγορούμενο’, ακολούθως συμμετέσχε ο ίδιος ως μέλος στο συγκληθέν εναντίον μου τοπικό Επισκοπικό Δικαστήριο, υπό την προεδρία του εντολέως του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, που ήταν και ο προϊστάμενος της ανακριτικής διαδικασίας (…).
9. Κλήθηκα να δικασθώ σε πρώτο βαθμό από το ανωτέρω Επισκοπικό Δικαστήριο, με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 491/17.12.2012 κλητήριο επίκριμα (ήτοι: ‘εκκλησιαστικό κατηγορητήριο’) του αυτού Μητροπολίτη. Όταν ωστόσο μού κοινοποιήθηκε το εν λόγω έγγραφο, με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι στο κείμενό του μού απευθυνόταν, για πρώτη φορά και κατά τρόπο όλως αιφνιδιαστικό, μία πρόσθετη κατηγορία: ότι «δεν υπακούω» και σε «αποφάσεις και εντολές της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 12ης – 10 – 2001». Η κατηγορία αυτή ουδαμώς μού είχε αποδοθεί καθ’ όλη την προηγηθείσα ανακριτική διαδικασία, ώστε να δυνηθώ ο ίδιος να λάβω γνώση της και απαντήσει σχετικώς. Με άλλη διατύπωση, τις αναφερόμενες για πρώτη φορά στο υπ’ αριθ. 491/17.12.2012 κλητήριο θέσπισμα Συνοδικές Αποφάσεις/Εντολές της 12.10.2001, αγνοούσα πλήρως. Αυτό προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το αποδεδειγμένο γεγονός ότι στις 6.12.2012, αν και είχα υποβάλλει έγγραφη αίτηση προς τον διενεργήσαντα την ανάκριση Θωμά Βαμβίνη, προκειμένου να μού χορηγηθούν πλήρη αντίγραφα τής σε βάρος μου σχηματισθείσας δικογραφίας, ώστε να λάβω ο ίδιος γνώση και απαντήσω στις κατηγορίες, ωστόσο, στα αντίγραφα που μού χορηγήθηκαν, καμία τέτοια Συνοδική Απόφαση/Συνοδική Εντολή της 12-10-2001 δεν υπήρχε ή έστω αναφερόταν (βλ. «Πρωτόκολλο Παράδοσης και Παραλαβής Φακέλου» του «Ανακριτικού Έργου επί της υποθέσεως του Ιερομονάχου Ιγνατίου Σταυροπούλου», προσαγόμενο 2). Συνεπώς, δεν μπόρεσα να ασκήσω το συνταγματικό μου δικαίωμα περί προηγουμένης ακροάσεως.
10. Δικάστηκα σε πρώτο βαθμό από το τοπικό Επισκοπικό Δικαστήριο της Μητροπόλεως Ναυπάκτου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 1/2012 ιδία απόφαση, όπως και την προσβαλλόμενη Παρεμπίπτουσα Απόφαση. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως (21.12.2012), κατέθεσα σχετική ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’, ζητώντας από το εν λόγω Δικαστήριο να μού δοθεί η δικονομική δυνατότητα να απολογηθώ επί της μη οψίμως απαγγελθείσας εναντίον μου κατηγορίας. Ωστόσο, με την Απόφασή του υπ’ αριθ. 1/2012, το Επισκοπικό Δικαστήριο απέρριψε την Ένσταση, χωρίς εντούτοις και να αρνηθεί το γεγονός ότι η Συνοδική Απόφαση της 12.10.2001 ουδέποτε μού κοινοποιήθηκε.
11. Με την ίδια ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’, επικαλέσθηκα την αρχή διασφαλίσεως της αμερόληπτης κρίσης των διοικητικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων τους (άρθ. 7 παρ. 1 & 2 Ν. 2690/1999: ΚΔιοικΔιαδ), ζητώντας την  εξαίρεση του Μητροπολίτη Ιερόθεου Βλάχου από την προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου, προβάλλοντας το πασίδηλο (σε όλο τον εκκλησιαστικό χώρο της ελληνικής επικράτειας αλλά και την τοπική κοινωνία της Ναυπάκτου) γεγονός της πολυετούς και σφοδρής δικαστικής αντιδικίας μεταξύ αφενός μεν του εν λόγω Μητροπολίτη-Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου και αφετέρου του ιδίου, ως κατηγορουμένου. Η ίδια η απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου δεν περιέχει, ως όμως θα όφειλε, την παραμικρή μνεία στην υποβληθείσα αίτηση εξαιρέσεως. Αντί τούτου, το Επισκοπικό Δικαστήριο έκρινε αρκετό να σημειώσει στην ενσωματωμένη στα Πρακτικά του υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσα Απόφαση του ιδίου, ότι η υποβληθείσα αίτηση περί εξαιρέσεως «προσκρούει στο άρθ. 33 του Ν. 5383/1932».
12. Από την ανάγνωση των Πρακτικών της εν λόγω δίκης, στα οποία καταγράφονται διάλογοι με ιδιαίτερη ένταση, προκύπτει η σφοδρή προσωπική αντιπαράθεση μεταξύ των διάδικων μερών. Ακόμη, τα εν λόγω Πρακτικά αποδεικνύουν με τρόπο απτό και την προχειρότητα −αν όχι πρόδηλη προσχηματικότητα− με την οποία τηρείται η σχετική ‘εκκλησιαστική δικονομία’: προσφέρεται για συμπεράσματα το γεγονός ότι, ενώ στο τέλος της σελ. 6 των Πρακτικών της δίκης, έχοντας προηγηθεί σχετική μου αίτηση, σημειώνεται με στόμφο σε αυτά ότι «Ως εκ τούτου δεν προβλέπεται η διαδικασία καταχώρησης των δηλώσεων και αιτημάτων του κατηγορουμένου…», εντούτοις, λίγες σειρές μετά, και στην αρχή της αμέσως επόμενης σελίδας 7, καταγράφεται η όλως αντίθετου περιεχομένου φράση «Ως εκ τούτου εκ της προδιαληφθείσης διατάξεως οριζούσης ότι εις τα πρακτικά περιέχεται το περιεχόμενο της συζητήσεως, συνάγεται ότι εις τα πρακτικά καταχωρούνται οι δηλώσεις και τα αιτήματα, έγγραφα και προφορικά των διαδίκων…» !
13. Μη έχοντας άλλον τρόπο προστασίας των δικαιωμάτων μου, από την ανωτέρω κατάφωρη στρεψοδικία, κατέθεσα (24-12-2012) στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου μήνυση κατά του Μητροπολίτη (προέδρου, κύριου ανακριτή καθώς και εισαγγελέα) Ιερόθεου Βλάχου, αλλά και κατά του Θ. Βαμβίνη (εντεταλμένου των ανακρίσεων και μέλους του ίδιου Δικαστηρίου), για παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ). Ακόμη, επικαλέσθηκα και το άρθ. 13 ΠΚ, διότι οι ανωτέρω προέβησαν στην εν λόγω ποινική παράβαση υπέχοντας παραλλήλως την ιδιότητα του «υπαλλήλου», νομικό γεγονός που συνεπάγεται επίταση της ποινικής τους ευθύνης. Η εν λόγω ποινική διαδικασία ευρίσκεται ήδη στην φάση ολοκληρώσεως της προκαταρκτικής εξετάσεως. Οι ανωτέρω δύο, όταν κλήθηκαν να καταθέσουν, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως, δεν αιτιολόγησαν με περισσότερα πραγματικά ή νομικά στοιχεία τις καταγγελλόμενες πράξεις τους, αρκούμενοι να παραπέμψουν στο περιεχόμενο της ειρημένης υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσας Αποφάσεως του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
14. Ακολούθως, κλήθηκα να δικαστώ από το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, με το αριθ. 4361/1927/2013 κλητήριο θέσπισμα. Εντούτοις, το εν λόγω θέσπισμα, υποπίπτοντας σε ένα δικονομικό/διαδικαστικό σφάλμα ανάλογο με εκείνο του κλητηρίου επικρίματος του Επισκοπικού Δικαστηρίου, πρόσθεσε αιφνιδίως μία νέα και άγνωστη σε μένα, μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατηγορία. Επρόκειτο για την εκ μέρους μου προτροπή των πιστών να συμμετέχουν σε άκυρα μυστήρια («παρωτρύνθησαν δια των προειρημένων ενεργειών του εις εκδήλωσιν καταφρονήσεως προς την Εκκλησίαν και στρηνιασμού κατ’ Αυτής, ως κοινωνούντων ακοινωνήτω, επί αδικήμασι σαφώς προβλεπομένοις και ρητώς τιμωρουμένοις…»), κατηγορία που όμως ουδόλως μού είχε αποδοθεί σε όλη την προηγούμενη ανακριτική και ακροαματική διαδικασία στο Επισκοπικό Δικαστήριο.
15. Εν όψει των ανωτέρω παρανομιών, υπέβαλλα αρμοδίως ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου τις εξής αιτιολογημένες ενστάσεις:
(α) Ένσταση απόλυτης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, διότι σε αυτό, κατά παράβαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, είχε προστεθεί νέα και άγνωστη, έως την στιγμή της ακροαματικής δίκης, κατηγορία σε βάρος μου (: προτροπή των πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια).
(β) Ένσταση απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας, κατόπιν της οποίας παραπέμφθηκα στο Συνοδικό Δικαστήριο (: κλήτευσή μου ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου − διαδικασία που τηρήθηκε − εκδοθείσα υπ’ αριθ. 1/2012 Απόφαση). Και τούτο διότι ο πρόεδρος του Επισκοπικού Δικαστηρίου, τελώντας από δωδεκαετίας (τουλάχιστον!) σε δικαστική αντιδικία μαζί μου (σε όλα τα επίπεδα: εκκλησιαστικό, διοικητικό, αστικό και ποινικό), υπείχε αυτονόητη υπηρεσιακή υποχρέωση να αυτοεξαιρεθεί και απέχει από τα καθήκοντα της προεδρίας, αφού προέκυπταν σε βάρος του βάσιμες υπόνοιες μεροληψίας, υποχρέωση που προβλέπεται τόσο από το άρθρο 39 του εκκλησιαστικού νόμου όσο και (πρωτίστως) από το άρθρο 7 § 1 & 2 Ν. 2690/1999, πέραν, δε, της πειθαρχικής (και ενδεχομένως και ποινικής) ευθύνης του παρανόμως συμμετέχοντος, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.

ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ: ΟΛΗ Η ΕΠΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ, ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΚΑΘΗΣΕ ΣΤΗΝ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ Ο κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΚΑΙ ΟΛΑ ΟΣΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ (ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ, ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ, Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΟ, Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ) ΠΑΣΧΕΙ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ).

Επί των ανωτέρω ενστάσεων, το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο περιορίστηκε απλώς (μετά από συντομότατη διάσκεψη), να απαντήσει με την υπ’ αριθ. 35/2013 Παρεμπίπτουσα Απόφασή του, επαναλαμβάνοντας όσα είχε σχετικώς σημειώσει και το Επισκοπικό Δικαστήριο (κατά τρόπον εν πολλοίς αντιγραφικό των αυτών διατυπώσεων), καίτοι κατέστησα σαφές ότι εν προκειμένω, και ειδικότερα ως προς την ένσταση ακυρότητας της προδικασίας λόγω της παράνομης συμμετοχής του κ. Ιερόθεου, η ακυρότητα της διαδικασίας ΔΕΝ προκλήθηκε λόγω της απόρριψης της αίτησής μου περί εξαίρεσής του (η οποία δεν προβλέπεται –άρθρο 33 του εκκλησιαστικού νόμου), αλλά λόγω της μη τήρησης της υποχρέωσης του ιδίου (προβλεπομένης από τις ανωτέρω διατάξεις) να απέχει από τη διαδικασία λόγω της σφοδρής προσωπικής αντιδικίας του μαζί μου. Οι Δικαστές «έκαναν» πως δεν κατάλαβαν, και επανέλαβαν την ίδια ψευδοαιτιολογία περί μη δυνατότητας του κατηγορουμένου να ζητήσει ο ίδιος την εξαίρεση του προέδρου…
16. Στη συνέχεια, έχοντας ασκήσει ο ίδιος έφεση, δικάστηκα από το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, που συνεδρίασε στις 19-3-2014 και 10-4-2014, εκδίδοντας δύο αντίστοιχες αποφάσεις. Κατά την πρώτη δικάσιμο, υποβάλαμε τις αυτές ενστάσεις όπως και στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, τονίζοντας μεταξύ άλλων και ότι: (α) το άρθ. 39 Ν. 5383/1932 προβλέπει τη δυνατότητα της εκούσιας εξαίρεσης («Ἄρθρον 39. Ἐκουσία ἐξαίρεσις. Δικαστής, ἀνακριτὴς ἢ γραμματεύς, συνειδὼς ἑαυτῷ λόγον ἐξαιρέσεως, ὑποβάλλει τοῦτον τῷ εἰς ὅ ἀνήκει δικαστηρίῳ πρὸς ἀπόφασιν. Τοῦτο δ’ ἀποφαίνεται ἄνευ συμμετοχῆς τοῦ αἰτοῦντος τὴν ἑαυτοῦ ἐξαίρεσιν»), σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, (β) υπήρχε κακή σύνθεση του Επισκοπικού Δικαστηρίου, λόγω της συμμετοχής του ανακριτή Θωμά Βαμβίνη σε αυτό, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθ. 305 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και (γ) το κλητήριο θέσπισμα στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο προσέθετε νέα κατηγορία, για την οποία δεν μού δόθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Πλέον αυτών, ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου κατατέθηκαν για καταχώρηση στα Πρακτικά οι από 19-3-2014 αυτοτελείς μου ισχυρισμοί.
17. Με την πρώτη εκ των ανωτέρω, υπ’ αριθ. 18/2014 Παρεμπίπτουσα Απόφασή του, το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο ανέβαλε την οριστική του κρίση, «ώστε ο εκκαλών να εκδηλώση προς τον οικείον Μητροπολίτην του την συμμόρφωσίν του προς τας αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου και την μεταμέλειάν του εμπράκτως και ειλικρινώς, αναμένοντας προς τούτο και την σχετικήν διαβεβαίωσιν  του ασκήσαντος την κανονικήν δίωξιν Μητροπολίτου».   
18. Αν και επεδίωξα επικοινωνία με τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου, προκειμένου να ευρεθεί οδός συνδιαλλαγής, αντιμετώπισα ωστόσο την άρνησή του να με δεχθεί. Ακολούθησε, η έκδοση της υπ’ αριθ. 20/2014 Απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, από την οποία προκύπτουν τα εξής: (α) Επαναλήφθηκαν σχεδόν αυτολεξεί οι σκέψεις των προηγούμενων δύο Δικαστηρίων, σχετικά με τις Ενστάσεις μου, με τρόπο συνοπτικό, χωρίς οποιαδήποτε ουσιαστικότερη διερεύνησή τους (σελ. 4-6 προσαγόμενου 15), (β) Απορρίφθηκε η έφεσή μου και αποφασίσθηκε ομόφωνα η ενοχή και καθαίρεσή μου, με επικύρωση της υπ’ αριθ. 36/2013 αποφάσεως του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου.

Β. Παραδεκτό της Αιτήσεως Ακυρώσεως:
Έννομο Συμφέρον  –  Εκτελεστές Πράξεις της Εκκλησιαστικής Διοίκησης
1. Έννομο συμφέρον, ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την άσκηση ακυρωτικού ελέγχου, συντρέχει όταν η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ή παράλειψη επιφέρει υλική ή/και ηθική βλάβη στο προσφεύγον φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Το τελευταίο βλάπτεται όταν συνδέεται με την επίδικη πράξη με μία ειδική έννομη υλική ή ηθική σχέση [ενδεικτικώς περί του συνόλου των ζητημάτων, βλ.: Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2011, 5η έκδοση, ενημερωμένη από Π. Λαζαράτο & Θ. Παπαγεωργίου, ιδίως σελ. 489 επ.· Σ. ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αι προϋποθέσεις του παραδεκτού της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθήναι 1973, σ. 311-313].
2. Ηθικό είναι το έννομο συμφέρον όταν συνδέεται με την ηθική υπόσταση του προσβάλλοντος τη διοικητική πράξη διοικουμένου (Β. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ, Αίτηση ακυρώσεως, Αθήνα 1998, σ. 185), υπό την έννοια δε αυτή η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας αντιμετώπισε σταθερά, και πλην ορισμένων εξαιρέσεων που θα μάς απασχολήσουν πιο κάτω, την προστασία του ηθικού συμφέροντος με ιδιαίτερη ευρύτητα (ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, ό.π., 503 επ.). Τέλος, το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει (κρίσιμος χρόνος) κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως και της καταθέσεως του ένδικου βοηθήματος αλλά και να εξακολουθεί να υφίσταται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως.
3. Ειδικότερα, τώρα, επί των εκκλησιαστικής φύσεως υποθέσεων, το έννομο συμφέρον είναι συχνότατα ηθικό και μόνον, και μάλιστα με την πιο ευρεία έννοια (αναλυτικότερα: Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Το έννομο συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά τη νομολογία εκκλησιαστικού δικαίου του Συμβουλίου της Επικρατείας», Νομοκανονικά 1/2002, 69-100). Από την πλούσια σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά τις: ΟλΣτΕ 4113/1983 (ηθικό έννομο συμφέρον ενοριτών Ναού, που ανήκει στη Μητρόπολη από την οποία απομακρύνθηκε ο Μητροπολίτης τους, να προσβάλλουν τη σχετική εκκλησιαστική πράξη) - ΟλΣτΕ 3608/1980, ΤοΣ 1980, 279 (μεταξύ του ενορίτη και του Επισκόπου του «υπάρχει ιδιαίτερος και στενός πνευματικός δεσμός, ώστε ο ενορίτης να μη λογίζεται ως απλός αποδέκτης των υπηρεσιών του εν λόγω ιεράρχη, αλλά ως αναγκαίος και απαραίτητος παράγοντας στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, συμπράττων μετά του ιεράρχου εις την τέλεσιν της θείας λατρείας, η οποία κατοχυρούται συνταγματικώς (άρθ. 13 Συντάγματος)») - ΟλΣτΕ 894/1979 (ηθικό έννομο συμφέρον ενοριτών χριστιανών κατά της εκλογής Μητροπολίτη, «ως έχοντες ηθικόν έννομον συμφέρον όπως ο διαποιμαίνων αυτούς Ιεράρχης αναδεικνύεται κατά νόμιμον τρόπον») - ΟλΣτΕ 3178/1976, ΤοΣ 1976, 705 επ. – ΟλΣτΕ 894/1979, ΤοΣ 1979, 318 (ηθικό έννομο συμφέρον ενοριτών να προσβάλλουν την πράξη εκλογής του οικείου Μητροπολίτη) - ΟλΣτΕ 936/1938 (ηθικό έννομο συμφέρον απλών χριστιανών προς ακύρωση της εκλογής του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, ως υπαγόμενων στην πνευματική και εκκλησιαστική δικαιοδοσία του). Ακόμη βλ.: ΣτΕ 707/1983, ΟλΣτΕ 511/1983, ΟλΣτΕ 1571/1985 κ.λπ.
4. Κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν προσβάλλονται παραδεκτά με αίτηση ακυρώσεως όσες εκκλησιαστικές πράξεις θεωρούνται ότι έχουν «πνευματικό χαρακτήρα», μεταξύ αυτών και το λεγόμενο «επιτίμιο ακοινωνησίας». Σειρά παλαιότερων αποφάσεων έκρινε ότι το εν λόγω επιτίμιο, επειδή δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο και ανάγεται στην εσωτερική μυστηριακή σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους λειτουργούς της, επιβάλλεται από την Εκκλησία ως πνευματικό οργανισμό, κατ’ εφαρμογή ιερών κανόνων πνευματικής φύσεως. Συνεπώς, το επιτίμιο ακοινωνησίας δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, ώστε να υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 2976-2991/1996, 615-616/2004, 685-688/2001 κ.ά.). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις εν λόγω αποφάσεις, όσοι, υπόκεινται στο εν λόγω «επιτίμιο», στερούνται του εννόμου συμφέροντός τους να ασκήσουν παραδεκτά αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Ακυρωτικού.
5. Η νομολογιακή όμως αυτή κρίση, επέτρεψε (άθελά της, βεβαίως) τη συχνή και ευκαίρως-ακαίρως επιβολή εκ μέρους ορισμένων εκκλησιαστικών αρχών του εν λόγω «επιτιμίου», και δη χωρίς την τήρηση της όποιας ελάχιστης σύννομης ή κανονικής διαδικασίας, ως ενός κατ’ ουσίαν κατασταλτικού διοικητικού μέτρου για τον πειθαναγκασμό όποιου κληρικού ή μοναχού τολμούσε, ασκώντας το συνταγματικό του δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, ως αναπόσπαστου στοιχείου της ελεύθερης ανάπτυξης, ακόμη και της θρησκευτικής πλευράς, της προσωπικότητάς του (άρθ. 13 Συντ.: θρησκευτική ελευθερία & ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως – άρθ. 5 παρ. 1-2 Συντ. και άρθ. 2 παρ. 1 Συντ.: ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ακόμη και ως προς τις θρησκευτικές της αναφορές), να ασκήσει υπεύθυνη κριτική κατά αμφιλεγόμενων πράξεων των εκκλησιαστικών διοικητικών ή δικαστικών αρχών. Με άλλη διατύπωση, σε ουκ ολίγες περιπτώσεις δεν κατέστη δυνατός ο ακυρωτικός έλεγχος αποφάσεων που εξέδωσαν εκκλησιαστικά δικαστήρια, προσβάλλοντας κατάφωρα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά που αμέσως πιο πάνω αναφέρθηκαν -και τούτο παρά τη σχετική ευοίωνη ενθάρρυνση που παρείχε η ΟλΣτΕ 825/1988 (βλ. κατωτέρω) και όσες αποφάσεις ακολούθησαν την ερμηνευτική της γραμμή- ακριβώς διότι τέτοιες εκκλησιαστικές κατασταλτικές αποφάσεις εξεδόθησαν εν γνώσει του ότι, τυχόν προσφυγή του αδικούμενου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, θα απορριπτόταν εκ προοιμίου ως απαράδεκτη.
6. Είναι όμως προφανές ότι, με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται ανέφικτη η δικαστική προστασία των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων κληρικών ή μοναχών Ελλήνων πολιτών, από παράνομες διοικητικές προσβολές της προσωπικότητας και των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, εκ μέρους εκκλησιαστικών διοικητικών οργάνων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, τα οποία όμως, ως εκ της ιδιότητάς τους ακριβώς αυτής, θα όφειλαν, αντιθέτως, να πρωτοστατούν στην τήρηση των αρχών της συνταγματικής νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης αλλά και του κράτους δικαίου.
7. Χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, υπήρξε το σκεπτικό της μειοψηφούσας –σαφώς όμως υποψιασμένης ως προς το τι τελικώς διακυβεύεται από την επιβολή του διαβόητου «επιτιμίου της ακοινωνησίας» για τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών– γνώμης της ΣτΕ 2154/1988 (Αρμ. 1988, 1052 επ. – ΝοΒ 1988, 976 επ.), της πρώτης απόφασης του Ανώτατου Διοικητικού Ακυρωτικού η οποία ασχολήθηκε σχετικά με το επιχείρημα περί της αντισυνταγματικότητας της εκκλησιαστικής αυτής ποινής. Κατά την εν λόγω γνώμη, όταν τα «πνευματικά εκκλησιαστικά επιτίμια» αποδοκιμάζουν ατομικά δικαιώματα των πολιτών, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το ίδιο το Σύνταγμα, διότι κωλύουν την άσκηση δικαιωμάτων που αυτό παρέχει στον πολίτη. Τέτοια συνιστά η περίπτωση που το επιτίμιο απαγορεύει στον πολίτη την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθ. 5 § 1 Συντ.). Έτσι όμως, το αποτέλεσμα που παράγει η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι πια επιτίμιο πνευματικής φύσης, καθώς τότε «η πράξη (αυτή) εισβάλλει στο χώρο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών. Παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα και καμιά πράξη της Εκκλησίας που παραβιάζει το Σύνταγμα της Πολιτείας δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη πνευματική και ανέλεγκτη». Επιπλέον «το άρθρο 25 § 1 Συντ. ορίζει ότι όλα τα όργανα του κράτους, άρα και τα δικαιοδοτικά, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Η ακυρωτική απόφαση τούτο ακριβώς το αποτέλεσμα θα είχε: την άρση της προσβολής που ο αιτών έχει υποστεί στην προσωπικότητά του καθώς και την άρση του εμποδίου που η προσβαλλόμενη πράξη έχει θέσει στη λειτουργία του Συντάγματος και του νόμου. Η αντίθεση, λοιπόν, της προσβαλλόμενης πράξης στο Σύνταγμα αναιρεί τον πνευματικό χαρακτήρα του επιτιμίου, που θα έπρεπε να θεωρηθεί πράξη εκτελεστή (και βέβαια μη νόμιμη), η δε κρινόμενη αίτηση έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτή».
8. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να επαινεθεί η ανοικτών οριζόντων γνώμη που διετύπωσαν στην ΣτΕ 686/2011 οι Γ. Σταυρόπουλος, τότε Αντιπρόεδρος του ΣτΕ και Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, και Π. Καρλή, Σύμβουλος, υποστηρίζοντας ότι η επιβολή του εν λόγω «επιτιμίου ακοινωνησίας»  δεν στερεί πάντως αυτόν στον οποίο επιβλήθηκε από το ηθικό έννομο συμφέρον να επιδιώξει τη δικαίωσή του. Και πάντως, είναι ακατανόητη η υπερβολικά στενή ερμηνευτική αντίληψη περί του εννόμου συμφέροντος που επικράτησε ειδικά στη συγκεκριμένη απόφαση. Αντίληψη που επιτυγχάνει το αδιανόητο: την αναπάντεχη δικαίωση από το Συμβούλιο της Επικρατείαςτο Δικαστήριο που ιδρύθηκε με επίδραση των φιλελεύθερων αρχών του Διαφωτισμού, για τον κρατικοδικαιικό έλεγχο της πάσης φύσεως αυταρχικών κρατικών αυθαιρεσιών− των μεθοδεύσεων μίας πρόδηλα αυταρχικής ιεροκρατικής αντίληψης που εκπροσωπεί το ΝΠΔΔ της κρατούσας Εκκλησίας, σε βάρος των ατομικών δικαιωμάτων και την προστασία της προσωπικότητας των καταδυναστευόμενων απλών κληρικών Ελλήνων πολιτών.
9. Εξάλλου, σύμφωνα με τις ΣτΕ 195/1987 και ΟλΣτΕ 825/1988 [ΤΝΠ ‘Νόμος’ 9639, δημοσιεύθηκε όμως, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας της, σε πληθώρα νομικών περιοδικών, μεταξύ των οποίων βλ.: Αρμ. 1988, 269 επ. – ΑρχΝ 1988, 261 επ. – ΕλλΔνη 1988, 781 επ. – ΝοΒ 1988, 615 επ.]:
«Επειδή, η κρινόμενη υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της 195/1987 αποφάσεως του Γ’ Τμήματος, για την επίλυση των εξής ζητημάτων, που ανέκυψαν στην υπόθεση αυτή: α) της φύσεως των από τον Ν. 5383/1932 προβλεπόμενων «εκκλησιαστικών δικαστηρίων» και του προσβλητού των αποφάσεών των ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και β) της ακολουθητέας διαδικασίας για την άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας επί κληρικών από μονομελή εκκλησιαστικά όργανα.
 Επειδή, το άρθρο 44 του Ν. 590/1977 (Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος), ορίζει ότι «τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων». Η ίδια διάταξη προέβλεψε την έκδοση ειδικού νόμου που θα ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιότητας και της λειτουργίας των παραπάνω οργάνων της Εκκλησίας, όρισε δε ότι μέχρι της εκδόσεως νέου νόμου εξακολουθεί να ισχύει ο Ν. 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας». Ο τελευταίος αυτός νόμος (5383/1932), ορίζει (άρθρ. 1) ότι «προς διατήρησιν της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και προς τιμωρίαν των υποπεσόντων εις παράπτωμα ως προς τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών κληρικών και μοναχών καθίστανται τα εξής εκκλησιαστικά δικαστήρια: α) Επισκοπικά Δικαστήρια, β) τα Συνοδικά Δικαστήρια, Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον, γ) τα Δια τους Αρχιερείς Δικαστήρια, Πρωτοβάθμιον και Δευτεροβάθμιον, δ) το Δια τους Συνοδικούς Δικαστήριον». Το Επισκοπικό δικαστήριο συγκροτείται από τον οικείο Μητροπολίτη και από δύο ιερείς (άρθρο 2). Από τους παραπάνω αποφασιστική ψήφο έχει μόνο ο Μητροπολίτης (άρθρο 5). Το Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο Συνοδικά Δικαστήρια συγκροτούνται από μέλη της Ιεράς Συνόδου (άρθρο 13) κλπ. Το άρθρο 10 προβλέπει τις ποινές που μπορεί να επιβάλλει το επισκοπικό δικαστήριο, που είναι α) επίπληξη, β) στέρηση του μισθού, γ) χρηματική ποινή, δ) αργία από τέλεση ιεροτελεστίας μετά ή άνευ στερήσεως του μισθού, ε) αργία ενός και ημίσεως έτους μετά παύσεως από την εφημεριακή θέση, στ) σωματικός  περιορισμός κατ’ οίκον μέχρι 15 ημερών, ζ) έκπτωση από του αξιώματος. Το Συνοδικό Δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει τις ίδιες με το Επισκοπικό ποινές μέχρι του τριπλασίου και την ποινή της καθαιρέσεως...
 Επειδή το Σύνταγμα (άρθρο 87) ορίζει ότι η Δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια, συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαύουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Δικαστικές επιτροπές και έκτακτα δικαστήρια με οποιοδήποτε όνομα δεν επιτρέπεται να συσταθούν (άρθρο 8). Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος προκύπτει ότι η απονομή της δικαιοσύνης ανατίθεται αποκλειστικώς στα τακτικά δικαστήρια, που συγκροτούνται, όπως αναφέρθηκε, και λειτουργούν με τις εγγυήσεις που επίσης συνταγματικά καθιερώνονται (άρθρ. 93 επ.). Κανενός άλλου δικαστηρίου δεν είναι ανεκτή από την ελληνική έννομη τάξη η ύπαρξη και υπαγωγή σε αυτό, λόγω της ασκήσεως λειτουργήματος ή επαγγέλματος, ορισμένης κατηγορίας πολιτών.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα ερμηνευόμενες οι εκτεθείσες διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ν. 5383/1932, έχουν την έννοια ότι τα παραπάνω εκκλησιαστικά δικαστήρια, που συγκροτούνται από κληρικούς, δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας, η δε από το νόμο απονομή της ονομασίας αυτής δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση τους, όπως αυτή καθορίζεται από τους βασικούς κανόνες οργανώσεως του κράτους.
 Επειδή τα όργανα αυτά της Εκκλησίας ιδρύθηκαν για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των υποπεσόντων σε παράπτωμα κληρικών (άρθρ. 1 Ν. 5383/1932). Την πειθαρχική της αυτή αρμοδιότητα η Εκκλησία ασκεί με τα όργανά της αυτά, άλλοτε μεν επιβάλλουσα πνευματικής μόνο φύσεως ποινές, που σαν τέτοιες διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε με ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-εκκλησίας και τα από αυτήν προκύπτοντα δικαιώματα (στέρηση μισθού, χρηματική ποινή, αργία, έκπτωση κλπ.).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν τον χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων, που, για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Οι εκδιδόμενες δε από αυτά αποφάσεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Αν και, κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, τα υπό των ως άνω διατάξεων χαρακτηριζόμενα ως «εκκλησιαστικά δικαστήρια» είναι όργανα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας πνευματικού καθαρά χαρακτήρα, με τα οποία η Εκκλησία αυτή πειθαναγκάζει τους κληρικούς της και τους μοναχούς της να εκπληρώνουν τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας αυτών (…)».
10. Εν όψει των ανωτέρω, φρονώ ότι, επί της προκειμένης υποθέσεως, συντρέχει το προφανές ηθικό αλλά και υλικό έννομο συμφέρον μου να προσβάλλω παραδεκτά τις πιο πάνω εκκλησιαστικές πράξεις, για τέσσερεις (4) κυρίως λόγους:
Πρώτον, διότι μετά την έκδοση της απόφασης 191/2011 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, έχω πλέον επανέλθει στην προτέρα υπηρεσιακή-μισθολογική μου σύνδεση με το ΝΠΔΔ της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου, σύνδεση που είχε διακοπεί με την έκδοση της ακυρωθείσας υπ’ αριθ. 717/26-9-2007 απόφασης του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, περί διαγραφής μου από την κατάσταση μισθοδοσίας της Μητρόπολης. Η αναβιωθείσα λοιπόν υπηρεσιακή μου κατάσταση επιδρά αποφασιστικά στη συνδρομή του εννόμου συμφέροντός μου να ζητήσω και την ακύρωση των εδώ προσβαλλόμενων πράξεων, οι οποίες συνδέονται στενά με την ως άνω ακυρωθείσα Μητροπολιτική, αφού επικαλούνται ως κοινό θεμέλιό τους την επιβολή του επιτιμίου ακοινωνησίας, που οδήγησε τον Μητροπολίτη στη διαγραφή μου από τη μισθοδοσία. Προφανώς, στην προσχηματική διακοπή της υπηρεσιακής-μισθολογικής μου αυτής σχέσης με το ΝΠΔΔ της Εκκλησίας στοχεύει η επίμονη άρνηση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου να συμμορφωθεί με την ΔΠρωτΜεσολλογίου 191/2011, ώστε να μην μπορώ τελικά να δικαιωθώ με την προσφυγή μου στο Ανώτατο Ακυρωτικό. Υλικό δε έννομο συμφέρον συντρέχει, διότι η στέρηση της μισθοδοσίας μου με επίκληση το διαβόητο «επιτίμιο ακοινωνησίας», με έχει οδηγήσει σε οικονομικό αδιέξοδο, στερώντας μου τους απαραίτητους για την επιβίωσή μου οικονομικούς πόρους. 
Δεύτερον, διότι με την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων θίγομαι αμέσως, προσωπικώς και ηθικώς ο ίδιος, καθώς υπέστην παρανόμως αφαίρεση μίας αναπόσπαστης, εδώ και δεκαετίες, με την ηθική μου προσωπικότητα ιδιότητας, ήτοι αυτής του κληρικού. Με αυτήν την κληρική ιδιότητα με γνωρίζουν οι πιστοί στην τοπική Εκκλησία της Ναυπάκτου αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αφαίρεση που έγινε με εκκλησιαστικές πράξεις, οι οποίες παραβιάζουν κατάφωρα ουσιώδεις διαδικαστικούς τύπους αλλά και τον ίδιο το νόμο περί λειτουργίας της πειθαρχικής δικαιοσύνης −όπως θα δείξω αναλυτικότερα πιο κάτω− ερχόμενες σε προφανή αντίθεση με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν, επί ποινή ακυρότητας των αποφάσεών τους, να λειτουργούν επί τη βάσει των βασικών αρχών του γενικού πειθαρχικού δικαίου.
Τρίτον, διότι με τον ως άνω τρόπο λειτουργίας των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσβλήθηκαν κατάφωρα ατομικά συνταγματικά δικαιώματα εμού του προσφεύγοντα [άρθ. 13 Συντ.: θρησκευτική ελευθερία & ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως – άρθ. 5 παρ. 1-2 Συντ. και άρθ. 2 παρ. 1 Συντ.: ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, ακόμη και ως προς τις θρησκευτικές της αναφορές].
Τέταρτον, διότι με τις ίδιες εκκλησιαστικές πράξεις προσβάλλεται ευθέως αυτή τούτη η εύνομη λειτουργία του ίδιου του εκκλησιαστικού οργανισμού, την οποία έχω προφανές έννομο συμφέρον να αξιώσω και ο αιτών, ως άμεσα θιγόμενος, αλλά και ως απλό μέλος της Εκκλησίας. Μίας εύνομης λειτουργίας περί της οποίας διαλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το άρθρ. 3 του Συντάγματος, αφού τα λεγόμενα ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’, όταν εκδίδουν αποφάσεις με τον τρόπο που αναλυτικά εκτέθηκε, έρχονται σε αντίθεση με την υποχρέωση της Εκκλησίας να λειτουργεί εναρμονισμένη με το συνταγματικό πλαίσιο των αρχών της νομιμότητας και του κράτους δικαίου, δεδομένου ότι αυτή παραμένει μέχρι σήμερα ενωμένη με το ελληνικό κράτος (άρθ. 3 Συντ.).
11. Τέλος, μετά την έκδοση των ΣτΕ 195/1987 και ΟλΣτΕ 825/1988, κατέστη απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν τίθεται ζήτημα παραδεκτού των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, που θεωρούνται πλέον εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών (πειθαρχικών εκκλησιαστικών συμβουλίων), σαφώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφόσον επιβάλλουν ποινές οι οποίες επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-εκκλησίας και τα από αυτήν προκύπτοντα δικαιώματα (στέρηση μισθού, χρηματική ποινή, αργία, έκπτωση κλπ.). Είναι όμως προφανές ότι η προϋπόθεση αυτή συντρέχει εν προκειμένω, καθώς μετά την έκδοση της απόφασης 191/2011 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου, έχει αναβιώσει η υπηρεσιακή-μισθολογική μου σύνδεση με το ΝΠΔΔ της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου, κατά τα ανωτέρω
Γ. Νομική Φύση των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων. Συνέπειες
1. Κατά τη διάταξη του άρθ. 44 § 1 του Ν. 590/1977, «περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» (ΕτΚ Α΄ 146/1977): «Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών, τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών… εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ειδικός νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκροτήσεως, αρμοδιότητος και λειτουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Ν. 5383/1932, ‘‘περί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας’’». Με το Ν. 5383/1932 ιδρύθηκαν από τον εκκλησιαστικό οργανισμό ειδικά πειθαρχικά όργανα για την εκδίκαση των παραπτωμάτων των κληρικών ή μοναχών και την επιβολή των σχετικών πειθαρχικών ποινών. Στα εν λόγω εκκλησιαστικά όργανα ανήκουν, μεταξύ άλλων, και τα Επισκοπικά όπως και τα Συνοδικά Δικαστήρια.
2. Ακυρωτική νομολογία και συνταγματική θεωρία, ωστόσο, έχουν εδώ και δεκαετίες, αμφισβητήσει επανειλημμένως και με σειρά πειστικών επιχειρημάτων
αφενός μεν τη συνταγματικότητα των διατάξεων οι οποίες περιέχονται στο πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των λεγόμενων ‘εκκλησιαστικών δικαστηρίων’ του Ν. 5383/1932, ως αντικείμενες στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
αφετέρου δε την δικανική ιδιότητα των ιδιότυπων αυτών εκκλησιαστικών οργάνων, που αυτοονομάζονται ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’.
3. Ειδικότερα, μετά από μακρά σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με εν πολλοίς ανόμοιο μεταξύ τους περιεχόμενο, ως δείγμα μίας προφανούς αλλά και δικαιολογημένης νομολογιακής παλιμβουλίας [βλ. κυρίως: ΣτΕ 2298/1965, ΝοΒ 14 (1966) 568 § ΟλΣτΕ 2024/1965, ΕΔΔΔ 9 (1965) 395 § ΟλΣτΕ 2800/1972, ΝοΒ 21 (1973) 109-110 § ΣτΕ 368/1977, ΝοΒ 28 (1980) 1285 § ΣτΕ 4120-4122/1980, ΕυρΣτΕ 1980, 44 § ΣτΕ 3665/1982, ΝοΒ 32 (1984) 1605 § ΣτΕ 507/1983, ΝοΒ 33 (1985) 1595], το Ανώτατο Διοικητικό Ακυρωτικό κατέληξε στην, πάγια πλέον σήμερα, θέση ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια αποτελούν όχι ‘δικαστήρια’ αλλά ‘πειθαρχικά συμβούλια’, οι αποφάσεις των οποίων, ως πράξεις διοικητικών οργάνων, υπόκεινται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του ΣτΕ [ΣτΕ 195/1987 § ΟλομΣτΕ 825/1988, ΕλλΔνη 29 (1988) 783-785 § ΣτΕ 2928/1996, ΝοΒ 46 (1998) 1345-1351, με παρ. Στ. Κατσέλα § ΣτΕ 3180/1996 § ΣτΕ 2739/1997 § ΣτΕ 2716/1998 3180/1996 ΣτΕ 3180/1996].
4. Κατά το διατακτικό της ίδιας νομολογιακής παραγωγής, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν, για τον πιο πάνω λόγο, να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία, τις βασικές αρχές του κοινού πειθαρχικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν αναλογικά το πειθαρχικό δίκαιο του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), όπως μάλιστα αυτό ισχύει και μετά το Ν. 4057/2012 «Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου» (ΕτΚ Α΄ 54/14-3-2012).
5. Υπογραμμίζεται ότι με το σύνολο των διατάξεων του πειθαρχικού δικαίου, κατ’ εφαρμογή των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα πειθαρχικά παραπτώματα, ούτως ώστε να είναι εκ των προτέρων γνωστό το σχετικό νομικό πλαίσιο και να αποφεύγονται σκόπιμες «ασάφειες». Με τον τρόπο αυτό, περιορίζεται δραστικά ο κίνδυνος των αυθαίρετων κρίσεων και εξυπηρετείται ουσιαστικότερα η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Έτσι, στο άρθ. 107 § 1 Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), παρατίθενται τα πειθαρχικά παραπτώματα, η τέλεση των οποίων μπορεί να επισύρει την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Εν προκειμένω, ας σημειωθεί όχι μόνον η σχετική ελλειπτική αναφορά των διατάξεων του Ν. 5383/1932, αλλά και το γεγονός ότι το λεγόμενο ‘επιτίμιο ακοινωνησίας’ προβλέπεται μεν από τους ιερούς κανόνες, μόνον όμως μετά από εκούσια προσέλευση του πιστού στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Δηλαδή, το εξ αποστάσεως και απευθείας επιβαλλόμενο επιτίμιο ακοινωνησίας, από ουδεμία κανονική διάταξη προβλέπεται, στη μορφή τουλάχιστον με την οποία αυτό επιβλήθηκε στην περίπτωσή μου αλλά και επιβάλλεται γενικότερα, για τον πειθαναγκασμό μη αρεστών φωνών κατώτερων κληρικών.
6. Με τις διατάξεις του πρόσφατου Ν. 4057/2012, κατά τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται, για πρώτη φορά, η σύσταση πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων και στα ΝΠΔΔ, με τη συμμετοχή ανώτερων δικαστικών λειτουργών και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε να διασφαλίζεται αφενός η επαρκής αντιμετώπιση των νομικών ζητημάτων, που αναφύονται κατά την εξέταση των πειθαρχικών υποθέσεων, αφετέρου δε να κατοχυρώνεται η αμεροληψία και η ουδετερότητα των πειθαρχικών συμβουλίων. Τούτο μάλιστα ενισχύεται από το γεγονός ότι οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων που μετέχουν σε αυτά δεν προέρχονται από τις υπηρεσίες ή τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους.
7. Συγκεκριμένα, τα πειθαρχικά συμβούλια είναι τριμελή, συνεδριάζουν δημόσια και αποτελούνται από: α) τον πρόεδρο, ο οποίος είναι πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή εφέτης ή πρόεδρος πρωτοδικών ή πρωτοδίκης των διοικητικών ή των πολιτικών δικαστηρίων ή αντεισαγγελέας εφετών ή εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών με τον αναπληρωτή του, β) ένα (1) μέλος, το οποίο είναι πάρεδρος ή δικαστικός αντιπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με τον αναπληρωτή του, γ) ένα (1) μέλος, το οποίο είναι μόνιμος υπάλληλος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Υπουργείου ή ΝΠΔΔ, οι οποίοι δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του οργάνου που εκδίδει την απόφαση σύστασης του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου. Οι ανωτέρω υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, ύστερα από κλήρωση σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
8. Ο Πρόεδρος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου προβαίνει σε κλήρωση, σε δημόσια συνεδρίαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, από συγκεντρωτική κατάσταση κατά Περιφερειακή Ενότητα ώστε να οριστούν τα μέλη των Πειθαρχικών Συμβουλίων τα προερχόμενα από τα Υπουργεία, τα ΝΠΔΔ κ.λπ.
9. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από: α) έναν (1) Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, β) Τέσσερις (4) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, με ισάριθμους αναπληρωτές τους, γ) Δύο (2) εν ενεργεία προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, δ) Τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης που είναι αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την υπηρεσία ή το ΝΠΔΔ, όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα, οριζόμενους πριν από την έναρξη της θητείας με απόφαση του οικείου Υπουργού.
10. Για τις πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων των Δήμων και των ΝΠΔΔ, αρμόδιο είναι το τρίτο τμήμα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, αποτελούμενο από: α) τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με τον αναπληρωτή του, αντιπρόεδρο ή νομικό σύμβουλο του ΝΣΚ, β) Δύο (2) Νομικούς Συμβούλους του Κράτους, γ) Δύο (2) Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων.
11. Ερωτάται, λοιπόν, μετά τα ανωτέρω, ως προς τι έχει συμμορφωθεί μέχρι σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος στο σαφές διατακτικό των ΣτΕ 195/1987 και ΟλΣτΕ 825/1988, κατά τις οποίες τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ως πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν τον χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων, που, για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου.
12. Και όχι μόνον αυτό: το απολύτως παράδοξο εδώ είναι ότι το αντισυνταγματικού περιεχομένου και μεσαιωνικών σκοπιμοτήτων «επιτίμιο ακοινωνησίας», επιβάλλεται ακόμη και σήμερα υπό την αμφίβολη νομιμοποίηση που επιδιώκεται να του παρασχεθεί από έναν πολιτειακό νόμο (Ν. 5383/1932), ωσάν η Εκκλησία να βρίσκει σύμμαχο στις εν λόγω τακτικές αυτήν την ίδια τη συντεταγμένη ελληνική Πολιτεία. Τούτο δεν πρέπει (τουλάχιστον) να προβληματίσει; Είναι δυνατόν βάσει πολιτειακού νόμου να επιβάλλονται σήμερα «πνευματικής φύσεως» εκκλησιαστικές ποινές, και μάλιστα ανύπαρκτες;
13. Η απάντηση είναι εύλογη: τα εκκλησιαστικά δικαστήρια συνεχίζουν και σήμερα να λειτουργούν ως ένα ιδιότυπο θεσμικό «στεγανό», μη συμμορφούμενα ούτε με το Σύνταγμα, ούτε με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι με τον τρόπο ακριβώς αυτόν εξυπηρετούν τους σκοπούς για τους οποίους συστήθηκαν. Ωστόσο, αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται με πρόφαση την αρχή της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης, ακριβώς διότι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των οργάνων αυτών είναι πολιτειακό (Ν. 5383/1932) και όχι εσωτερικό εκκλησιαστικό, η δε Εκκλησία, ως ΝΠΔΔ ενωμένο ακόμη με το Κράτος, οφείλει να σέβεται τις θεμελιώδεις συνταγματικές λειτουργίες. Τα λεγόμενα ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’ είναι στην ουσία αντισυνταγματικά έκτακτα δικαστήρια, που συστήθηκαν όχι για την απονομή δικαιοσύνης αλλά με συγκεκριμένο σκοπό [βλ. Δ. ΤΣΟΥΡΚΑΣ, Τα έκτακτα δικαστήρια. Συμβολή στην ερμηνεία και εφαρμογή του άρθ. 8 § 2 του Συντάγματος, Θεσσαλονίκη 1986, ιδίως 13 επ.]. Και τούτο καθίσταται ακόμη περισσότερο σαφές από τον τρόπο που διαδικαστικά λειτούργησαν τα εν λόγω όργανα εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες σήμερα αποφάσεις, κατά πλήρη καταστρατήγηση θεμελιωδών συνταγματικών κανόνων.
14. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, επιστήμη και νομολογία σχεδόν ομοφωνούν πλήρως ότι, η οργάνωση και λειτουργία των ‘εκκλησιαστικών δικαστηρίων’, όπως αυτή προβλέπεται σήμερα από τις διατάξεις του Ν. 5383/1932, δεν ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις δικονομικές εγγυήσεις που προβλέπει το Σύνταγμα, ώστε να διασφαλίζονται η αμερόληπτη απονομή της δικαιοσύνης αλλά και τα δικαιώματα των προσαγόμενων ενώπιον αυτών κατηγορουμένων κληρικών. Η συναφής κριτική, αν και ελαύνεται από σωρεία προβληματικών διατάξεων του Ν. 5383/1932, επικεντρώνεται ειδικώς σε εκείνες οι οποίες προβλέπουν τη συγκρότηση του Επισκοπικού Δικαστηρίου ουσιαστικώς μόνον από τον οικείο του κατηγορουμένου κληρικού Μητροπολίτη (και όχι τακτικούς, ισόβιους και ανεξάρτητους δικαστές, όπως όμως επιτάσσουν κατηγορηματικώς οι διατάξεις των άρθρων 87 § 1 και 88 § 1 του Συντάγματος). Προσφέρεται για εύγλωττα συμπεράσματα ότι, οι κληρικοί που μετέχουν ως μέλη στη σύνθεση του ιδιότυπου ‘εκκλησιαστικού δικαιοδοτικού οργάνου’, έχουν απλώς συμβουλευτική ψήφο, ενώ αποφασιστική είναι μόνον η ψήφος του Μητροπολίτη-Προέδρου, ο οποίος είναι και ο υπηρεσιακός προϊστάμενος όλων, λοιπών «δικαστών» και κληρικού κατηγορουμένου.
14. Τα συνταγματικής φύσεως προβλήματα του Ν. 5383/1932, έχουν προκαλέσει επανειλημμένως οξεία κριτική εκ μέρους όχι μόνον των νομικών –οι οποίοι συχνά αρνούνται ακόμη και τον χαρακτηρισμό των οργάνων αυτών ως «δικαστηρίων» [ενδεικτικώς: Δ. ΛΑΖΑΡΙΜΟΣ, «Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν είναι δικαστήρια», ΝοΒ 8 (1960) 1257-1259 § Γ. ΓΕΩΡΓΑΤΟΣ, «Η δημοσιότητα της δίκης και τα ανθρώπινα δικαιώματα στα εκκλησιαστικά δικαστήρια», ΝοΒ 47 (1999) 1661 επ. § Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ, Σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας, Αθήνα 1993, 62 επ. §  Κ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Εκκλησιαστικό Δίκαιο. Θεωρία & Νομολογία, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 550 επ.]– αλλ’ εκ μέρους και των ίδιων των κληρικών, ιδίως μάλιστα όσων τα αντιμετώπισαν ως κατηγορούμενοι, συνειδητοποιώντας τη βάναυση καταπάτηση από τα όργανα αυτά και των πλέον στοιχειωδών συνταγματικών τους ελευθεριών.
15. Ενόψει της γνωστής ουμανιστικής παράδοσης που έχει μέχρι σήμερα επιδείξει το Συμβούλιο της Επικρατείας στο ευαίσθητο ζήτημα της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών, ας μας επιτραπεί στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε δύο επώνυμες καταγγελίες. Η πρώτη περιέχεται σε κείμενο του πρεσβυτέρου Ευαγγέλου Σκορδά, πρώην Γενικού Γραμματέα του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ε.), επίσημου συνδικαλιστικού οργάνου των κληρικών της, με τον εύγλωττο τίτλο «Η αιμάσσουσα εκκλησιαστική δικαιοσύνη» (εφημ. ‘Ελευθεροτυπία’, φύλλο της 31.12.1998), όπου ορθώς σημειώνεται περί των εκκλησιαστικών αυτών οργάνων ότι:
«Ο ίδιος ο Μητροπολίτης είναι ο κατήγορος, διώκτης και ανακριτής ή αναθέτει την ανάκριση σε ιερέα πειθήνιο όργανό του».
Η δεύτερη καταγράφεται σε κείμενο του Καθηγητή Ιωάννη  Παναγόπουλου, στο έργο του: Εκκλησιαστικόν Δίκαιον. Μελέται – Άρθρα - Γνωμοδοτήσεις, Αθήναι 1980 (σελ. 489), όπου παρατηρείται με ειλικρίνεια ότι:
«Είναι κοινόν μυστικόν ότι η εκκλησιαστική μας δικαιοσύνη, ως ανέκαθεν και σήμερον ακόμη ασκείται, κινείται και λειτουργεί μετ’ ιδιαζούσης αυστηρότητος μόνον κατά των διακόνων, των πρεσβυτέρων και των μοναχών».
16. Υπογραμμίζεται εδώ η αυτονόητη παρατήρηση ότι, κληρικοί και μοναχοί, δεν παύουν λόγω της κληρικής ή μοναχικής ιδιότητας που οι ίδιοι φέρουν, να διατηρούν παραλλήλως και την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Δεν παύουν, συνεπώς, να δικαιούνται και να αξιώνουν την πλήρη και συνεπή προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το ελληνικό Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ρώμη, 1950). Με άλλη διατύπωση, ουδεμία διάταξη ή έστω ι. κανόνας προβλέπει αφαίρεση ή την όποια μείωση ως προς την απόλαυση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών των κληρικών ή μοναχών, από μόνο το λόγο ότι φέρουν το σχετικό εκκλησιαστικό σχήμα.
17. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ιδιότητα τόσο της Εκκλησίας της Ελλάδος όσο και των κυριότερων οργανωτικών της υποδιαιρέσεων ως Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου (άρθ. 1 παρ. 4 Ν. 590/1977), επιβάλλουν σε αυτήν να σέβεται, τηρεί και εναρμονίζεται η ίδια πλήρως ως προς τον τρόπο οργάνωσης και θεσμικής λειτουργίας του όλου οργανισμού της με τις απαράβατες συνταγματικές επιταγές της χρηστής διοικήσεως και του κράτους δικαίου.
18. Οι ανωτέρω επισημάνσεις υπογραμμίζονται μεταξύ άλλων και από την ΣτΕ 1294/2003, που έκρινε εύστοχα ότι ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων του Ν. 5383/1932 πρέπει απαραιτήτως να τηρείται, μεταξύ άλλων, και το «δικαίωμα της προηγουμένης ακροάσεως, που κατοχυρώνεται από την διάταξη του άρθρου 20 § 2 του Συντάγματος, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με την διάταξη της § 3 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ως εκ τούτου δε η δυνατότητα αυτή δεν θα ήταν συνταγματικώς επιτρεπτό να αποκλεισθεί από τον κοινό νομοθέτη… κατά την διαδικασία ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων».
19. Απαιτείται συνεπώς να πληροί και η εκκλησιαστική δίκη τα εχέγγυα μιας «δίκαιης δίκης», σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, αλλά και τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου [ενδεικτικώς βλ. τις μελέτες στον Τόμο του Ιδρύματος για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα της ελληνικής δικαιοσύνης, Αθήνα 1998 § Ε. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗΣ, «Το δικαίωμα για ‘χρηστή δίκη’ κατά το άρθ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ», Δ΄΄ικη 1982, 623 επ. § Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, «Η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών», σε Π. Παραράς (επιμ.), Κράτος – Νόμος – Διοίκηση, Τόμος Επιστημονικών Μελετών προς τιμήν Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Αθήνα 2000, σ. 143 επ.]. Η παραβίαση συνεπώς των συναφών διατάξεων του Συντάγματος, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αλλά και του Υπαλληλικού Κώδικα, συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα των όποιων πράξεων εκδίδουν τα λεγόμενα ‘εκκλησιαστικά δικαστήρια’, με αποφάσεις του καθ’ ύλην αρμοδίου Συμβουλίου της Επικρατείας.
20. Προς κατάδειξη του όλου αντιφατικού νομικού πλαισίου της ‘εκκλησιαστικής δικονομίας’, αλλά και των μεθοδευμένων στοχεύσεων του Ν. 5383/1932 μόνον κατά των κατώτερων κληρικών (πρεσβυτέρων-διακόνων), αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η πιο πάνω Παρεμπίπτουσα Απόφαση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, εμπεριέχει, μεταξύ άλλων, και την όλως παράδοξη αιτιολογία ότι αυτό «ως όργανον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν έχει αρμοδιότητα να ελέγχη το κύρος των Αποφάσεων Αυτής, και ως εκ τούτου δεν δύναται να ελέγξη την υπό στοιχείον ΙΙ (σσ. πρόκειται περί παραδρομής, εννοεί ‘Ι’) ένστασιν περί ακυρότητος του Κλητηρίου Θεσπίσματος».
21. Δηλαδή, εδώ το Συνοδικό Δικαστήριο ομολογεί απερίφραστα ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν αποτελούν παρά απλώς και μόνον όργανα καταστολής των κατώτερων κληρικών και μόνον, αρνούμενα όμως να ελέγξουν δικαστικά τις αποφάσεις των Αρχιερέων μελών της Ι. Συνόδου!
Δ. Λόγοι Aκυρώσεως των Προσβαλλόμενων Πράξεων
Παραβίαση του δικαιώματός μου σε προηγούμενη ακρόαση (άρθ. 6 ΚΔιοικΔιαδ, 20 § 2 Συντ.)
1. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των Επισκοπικού και Συνοδικού Δικαστηρίων, εκδόθηκαν χωρίς τήρηση της συνταγματικής-νόμιμης υποχρεώσεώς τους περί κλήσεώς μου, ως άμεσα θιγόμενου, σε προηγούμενη ακρόαση, για τις αποδιδόμενες σε μένα κατηγορίες (άρθ. 6 ΚΔιοικΔιαδ, άρθ. 20 § 2 Συντ.). Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο κλητήριο επίκριμα 491/17.12.2012, που εκδόθηκε από τον Μητροπολίτη μετά την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας, συμπεριέλαβε αυθαιρέτως στο περιεχόμενό του και για πρώτη φορά νέα, πρόσθετη κατηγορία σε βάρος μου («δεν υπακούει … αποφάσεις και εντολές της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της 12ης – 10 – 2001»). Ωστόσο, δεν μπόρεσα να ασκήσω το δικαίωμά μου περί προηγούμενης ακρόασης, δεδομένου ότι τις εν λόγω Συνοδικές Αποφάσεις/Εντολές της 12.10.2001, ο ίδιος αγνοούσα πλήρως.
2. Σχετικώς, υποβλήθηκε κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ι. Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου (21.12.2012) ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’, με αίτημα την κατ’ άρθρο 117 παρ. 1 Ν. 5383/1932 συμπλήρωση της γενόμενης ανακρίσεως. Από τη δοθείσα απάντηση (προσαγόμενα 4 & 5) συνάγεται ότι το Επισκοπικό Δικαστήριο δεν αρνήθηκε πως ουδέποτε μού κοινοποιήθηκαν οι πιο πάνω Συνοδικές Πράξεις του 2001, προτείνοντας από την πλευρά του αβάσιμες δικαιολογίες, με σκοπό να καλυφθεί η προφανής αυτή διαδικαστική παρανομία, μέσω της αναφοράς στο περιεχόμενο πολύ μεταγενέστερων, αλλά διαφορετικών, Συνοδικών Αποφάσεων.
3. Σε ανάλογη παραβίαση του ίδιου ουσιώδους διαδικαστικού τύπου προέβη και το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο, καθώς με το προσβαλλόμενο 4361/1927/2013 κλητήριο θέσπισμα απαγγέλθηκε πάλι αιφνιδίως και για πρώτη κατ’ εμού μία νέα μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατηγορία («προτροπή των πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια»). Για το λόγο αυτόν, υποβλήθηκαν αρμοδίως ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου οι βάσιμες ενστάσεις (α) περί απόλυτης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, και (β) περί απόλυτης ακυρότητας της προδικασίας.
4. Σύμφωνα με το άρθ. 6 (‘Προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου’) του Ν. 2690/1999, ‘Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας’:
(1) Οι  διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως προς τα σχετικά ζητήματα.
(2) Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την Αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου.
 (3). Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, είναι, κατ’ εξαίρεση, δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, ρύθμιση. Αν η κατάσταση που ρυθμίστηκε είναι δυνατόν να μεταβληθεί, η διοικητική αρχή, μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, καλεί τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, οπότε και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Αν η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να ισχύει.
 (4). Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής.
Ωστόσο, ουδαμώς τηρήθηκε η ανωτέρω τυπική αλλά και ουσιαστική, για τα δικαιώματα του διοικουμένου, διαδικασία (βλ. προσαγόμενα έγγραφα).
5. Οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις είναι άλλωστε αντίθετες και προς την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 825/1988, ΣτΕ 1294/2003 κ.λπ.), κατά την οποία επί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων περί πειθαρχικών συμβουλίων, ήτοι, εν προκειμένω, των διατάξεων των άρθρων 106-146  (‘Πειθαρχικά Παραπτώματα και Βασικές Αρχές’) του Ν. 3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας), όπως τροποποιήθηκε με τον προαναφερθέντα Ν. 4057/2012 («Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ») [ερμηνεία των διατάξεών του βλ. ιδίως σε: Α. ΤΑΧΟΣ / Ι. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα (ΕρμΥΚ), τόμ. ΙΙ, Θεσσαλονίκη ³2007, 1183 επ. § Ε. ΣΠΗΛΩΤΟΠΟΥΛΟΣ / Χ. ΧΡΥΣΑΝΘΑΚΗΣ, Βασικοί θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, Αθήνα-Κομοτηνή 62006, 49 επ. § Π. ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Το δικαίωμα ακροάσεως στη διοικητική διαδικασία, Αθήνα-Κομοτηνή 1992, ιδίως 171 επ., 232-233, 256, passim].
6. Όπως παρατηρείται, απαραίτητη προϋπόθεση της πειθαρχικής διαδικασίας είναι «το σχεδόν ταυτόσημο δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης ενώπιον Δικαστηρίου, όσο και ενώπιον Διοικητικής Αρχής κατά τις παρ. 1 και 2 του άρθ. 20 του Συντάγματος» (Α. ΤΑΧΟΣ / Ι. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1184). Επιβολή πειθαρχικής ποινής δεν επιτρέπεται για πειθαρχικά αδικήματα μη μνημονευόμενα στο έγγραφο επί του οποίου ερείδεται η πειθαρχική δίωξη [ΣτΕ 1495/1985 § ΣτΕ 2780/198 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1336]. Τούτο ρητώς επιτάσσεται και από το άρθ. 124 (‘Διαδικασία και συνέπειες παραπομπής’) του Ν. 3528/2007 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 4057/2012), που ορίζει ότι στο σχετικό έγγραφο πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπο και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος υπάλληλος.
7. Αν τα σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία έγγραφα δεν είναι πλήρη και συντεταγμένα σύμφωνα με τους τύπους που ορίζουν οι πιο πάνω ρυθμίσεις, τότε η πειθαρχική διαδικασία είναι άκυρη (ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1341]. Το πειθαρχικό όργανο δεν δύναται να αποφανθεί περί της πειθαρχικής ευθύνης του διωκόμενου αναφορικά με πειθαρχικά παραπτώματα μη περιλαμβανόμενα στο αρχικό παραπεμπτήριο έγγραφο, χωρίς να εκδοθεί συμπληρωματικό. Η παράλειψη εκδόσεως του απαιτούμενου συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου εγγράφου, δεν θεραπεύεται ακόμη και με τη μη προβολή παραπόνου από τον διωκόμενο [ΣτΕ 4255/1999 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1341-1342].
8. Λόγος αναφερόμενος σε ατέλεια του αρχικού παραπεμπτηρίου εγγράφου, η οποία συνίσταται σε μη προσδιορισμό σε αυτό των αποδιδόμενων στον διωκόμενο συγκεκριμένων πράξεων ή παραλείψεων, για τις οποίες διώχθηκε πειθαρχικώς, πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι ανάγεται στο κύρος του εν λόγω εγγράφου, που αποτελεί ουσιώδη τύπο της πειθαρχικής διαδικασίας [ΣτΕ 1741/2000 • ΣτΕ 3954/1980 • ΣτΕ 4545/1997 • ΣτΕ 1913/1996 • ΣτΕ 1138/1995 • ΣτΕ 1062/1994 • ΣτΕ 4265/1987 • ΣτΕ 1830/1985 • ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1343]. 
9. Η ανωτέρω παραβίαση και ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω μη εκδόσεως συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου από το αρμόδιο όργανο για το μη αρχικώς αναφερόμενο πειθαρχικό παράπτωμα, τότε μόνον θεραπεύεται όταν ο πειθαρχικώς διωκόμενος απολογήθηκε ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου και για την κατηγορία αυτή, χωρίς να προβάλλει καμία ένσταση σχετικά με τη μη έκδοση συμπληρωματικού παραπεμπτηρίου [ΣτΕ 708/1999 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1345].

Παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας (άρθ. 7 ΚΔιοικΔιαδ)
1. Σύμφωνα με το άρθ. 7 (‘Αμεροληψία των διοικητικών οργάνων’) του Ν. 2690/1999, «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας» (ΕτΚ Α΄ 45/1999):
(1). Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
(2). Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον: α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της υπόθεσης, ή β)… ή γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους.
(3). Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει αμέσως στην προϊστάμενη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου, αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η προϊστάμενη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.
(4). Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου, ή μέλους συλλογικού οργάνου, μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. (…).
(5). Η εξαίρεση μπορεί να διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως από την προϊστάμενη αρχή ή το συλλογικό όργανο.
Κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ενδεικτικά: ΣτΕ 195/1987, ΟλΣτΕ 825/1988), τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, ως πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, οφείλουν μεταξύ άλλων να τηρούν μεταξύ άλλων και τις πιο πάνω διατάξεις, οι οποίες αποτελούν όχι απλώς βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου αλλά θεμελιώδη δικαιοκρατική αρχή κάθε σύγχρονης έννομης τάξης [ειδικά για το ζήτημα της εξαίρεσης, βλ. ΣΤΕΦ. ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Η εξαίρεση του Δικαστή. (Συμβολή στην αρχή του φυσικού δικαστή), Αθήνα 1992, ιδίως σ. 32 επ., 174 επ.].
2. Τούτο προκύπτει και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ, Ρώμη 1950), που, ως γνωστόν, αποτελεί εσωτερικό ελληνικό δίκαιο μετά και τη (δεύτερη) κύρωσή της το έτος 1974, δυνάμει του Ν. Δ/τος 53/1974, έχοντας αυξημένη τυπική ισχύ κατ’ επιταγή του άρθ. 28 §.1 Συντ.
Κατά το άρθ. 6 ΕΣΔΑ:
«1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η  υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. (…)».
3. Όπως συναφώς παρατηρείται: «Το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ ενσαρκώνει την αρχή του Κράτους δικαίου, αποβλέποντας στο να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης. Δεδομένου ότι σε μία δημοκρατική κοινωνία η αρχή αυτή έχει θεμελιώδη σημασία, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει τονίσει, ήδη από τα πρώτα βήματα της λειτουργίας του, ότι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 6 δεν θα ήταν σύμφωνη προς το σκοπό και το αντικείμενο της εν λόγω διάταξης, καθώς και της ίδιας της Σύμβασης (…). Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 6 ΕΣΔΑ περιέχει σειρά βασικών εγγυήσεων γενικής εφαρμογής. Οι εν λόγω εγγυήσεις αφορούν όλες τις δίκες οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ΕΣΔΑ. (…) Η έννοια της ‘δίκαιης δίκης’ κατά το άρθρο 6 ΕΣΔΑ αφορά πρωτίστως το θεσμικό και δικονομικό πλαίσιο λειτουργίας του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης και όχι την ουσία των υποθέσεων. (…) Εκείνο το οποίο ενδιαφέρει σε κάθε περίπτωση είναι να εξασφαλιστεί εν τέλει ο δίκαιος χαρακτήρας της δίκης και να γίνουν σεβαστές οι απαιτήσεις του άρθρου 6 ΕΣΔΑ» [: έτσι ο Καθηγητής Λ.-Α. ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΣ, «Παρατηρήσεις στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ», στο πρόσφατο συλλογικό έργο: Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατ’ Άρθρον Ερμηνεία. Δικαιώματα-Παραδεκτό-Δίκαιη Ικανοποίηση-Εκτέλεση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2013, σ. 191-192].
Ο ίδιος προσθέτει στην ανωτέρω μελέτη του (σελ. 194) ότι: «το ΕΔΔΑ έχει επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της διάταξης (6 ΕΣΔΑ) σε τομείς που ξεπερνούν κατά πολύ το στενό πλαίσιο των αμιγώς αστικών και ποινικών υποθέσεων κατά το ελληνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών κατηγοριών υποθέσεων που ανήκουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου».
Ειδικά, τώρα, ως προς το ζήτημα της αμεροληψίας του δικαστηρίου, παρατηρούνται τα εξής:
 «Κατά πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, το ζήτημα της αμεροληψίας του εθνικού δικαστή αντικατοπτρίζει ένα σημαντικό στοιχείο της έννοιας του Κράτους δικαίου. Η εγγύηση της αμεροληψίας αφορά όλους τους τύπους δικαστηρίων (…) Η υποκειμενική αμεροληψία αφορά το forum internum, την ενδιάθετη βούληση του δικαστή και απαιτεί από αυτόν να μην έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου … αλλά να εξετάζει κάθε υπόθεση που άγεται ενώπιόν του χωρίς προκαταλήψεις (…) Δικαιολογημένες αμφιβολίες μπορούν να υπάρξουν επίσης ως προς την αμεροληψία του προέδρου δικαστηρίου, ο οποίος ακολουθεί την εισαγγελική πρόταση και έχει παράλληλα ορίσει τον εισηγητή και τα λοιπά μέλη της συνθέσεως» [Λ.-Α. ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΣ, «Παρατηρήσεις στο άρθρο 6 ΕΣΔΑ», ό.π., σ. 225-226].
4. Όπως ήδη αναλυτικώς εκτέθηκε, μεταξύ του Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου και του εμού, υφίσταται ήδη μία υπερ-δωδεκαετής σφοδρότατη δικαστική και εξώδικη αντιδικία, με κατάληξη, μέχρι στιγμής, την έκδοση μεγάλου αριθμού εκκλησιαστικών διοικητικών πράξεων ή δικαστικών αποφάσεων, των εκκλησιαστικών αλλά και πολιτειακών δικαστηρίων. Μεταξύ των ενεργειών αυτών, ας μνημονευθεί εδώ και η πρωτοφανής προσπάθεια του ίδιου Μητροπολίτη να εκπλειστηριάσει την πατρική μου οικία, μετά από μία ακόμη μεταξύ μας προσωπική δικαστική αντιπαράθεση!
5. Αποτελεί πλέον γεγονός πασίδηλο στον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο αλλά και στην τοπική (εκκλησιαστική ή μη), κοινωνία της Ναυπάκτου, ότι η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην σχετικώς ακόμη πρόσφατη έκδοση, μετά από ενέργειες του Μητροπολίτη και της Ι. Συνόδου, του υπ’ αριθ. 5/17-1-2013 Προεδρικού Διατάγματος για τη «Διάλυση της Ιεράς Ανδρώας Κοινοβιακής Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου και τη συγχώνευσή της με την Ιερά Μονή Αμπελακιωτίσσης της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου» (ΕτΚ Α΄ 14/17-1-2013). Η πρωτόγνωρη για τα σύγχρονα εκκλησιαστικά χρονικά αυτή εχθρική προς τη Μονή και την Αδελφότητά της ενέργεια των εκκλησιαστικών αρχών, έχει ήδη προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, για σωρεία λόγων παραβίασης της νομιμότητας, αναμένεται δε η συζήτηση της υποθέσεως.
6. Όπως παρατηρείται, για την θεμελίωση λόγου μεροληψίας δικαστή, λόγω έχθρας : «Η έχθρα πρέπει να στοιχειοθετείται από αντικειμενικά γεγονότα και δεν αρκούν αόριστες διαπιστώσεις, συμπερασματικές κρίσεις ή γενικές και ασαφείς εκφράσεις. (,…) Η έχθρα πρέπει να προέρχεται από τις πράξεις του δικαστή κατά του διαδίκου (…) Η έχθρα πρέπει να είναι παρούσα, να ανάγεται στις προσωπικές σχέσεις του δικαστή με τον εξαιρούντα διάδικο και να βασίζεται σε προηγούμενα σπουδαία εξωδικαστικά γεγονότα της τώρα εκκρεμούσας δίκης» [ΣΤΕΦ. ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Η εξαίρεση του Δικαστή. (Συμβολή στην αρχή του φυσικού δικαστή), Αθήνα 1992, ό.π., σ. 180-181].
7. Μετά από όλα τα ανωτέρω, ευλόγως θα ανεμένετο ότι ο ίδιος Μητροπολίτης θα είχε την στοιχειώδη αίσθηση νομιμότητας να ζητήσει την εξαίρεση (αυτοεξαίρεση) και αποχή του από τη σύνθεση και προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου, που θα με καταδίκαζε, λόγω της σοβούσας, ανοικτής και οξύτατης προσωπικής αντιπαλότητας. Και τούτο διότι η παροιμιώδης και μακροχρόνια εχθρότητα μεταξύ των δύο μερών, μπορεί να χρησιμεύσει ακόμη και ως ‘σχολικό’ παράδειγμα διδασκαλίας στα αμφιθέατρα των νομικών μας σχολών, περί του πότε συντρέχει αμάχητο τεκμήριο εχθρότητας μεταξύ κρίνοντος και κρινόμενου, στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας, και άρα αδιαμφισβήτητης εφαρμογής του άρθ. 7 Ν. 2690/1999. Είναι προφανές ότι η μη αυτοεξαίρεση του Μητροπολίτη συνδέεται στενά με την εκδίκαση μίας στην ουσία προσωπικής του υποθέσεως, από την οποία δηλαδή προσδοκούσε προσωπικό όφελος.
8. Εντούτοις, ο ίδιος Μητροπολίτης δεν αρκέσθηκε σε αυτό. Εκμεταλλευόμενος το αντισυνταγματικό πλαίσιο του Ν. 5383/1932, που του επιτρέπει να ασκεί ασφυκτικά τον πλήρη έλεγχο σε μία ουσιαστικά προσωπική του υπόθεση, έδωσε εντολή στον υπηρεσιακό του υφιστάμενο πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Βαμβίνη να διεξαγάγει κατ’ εμού ανακρίσεις, δεχόμενος στη συνέχεια τη συμμετοχή του ίδιου αυτού ανακριτή και … ως μέλους στη σύνθεση του Επισκοπικού «Δικαστηρίου». Φρονώ, ότι δεν χρειάζεται εν προκειμένω να αναρωτιόμαστε αν ο εν λόγω ανακριτής θα αποτολμούσε ποτέ, εφόσον διαφωνούσε συνειδησιακά ο ίδιος με χειρισμούς του υπηρεσιακού και ιεραρχικού προϊσταμένου του Μητροπολίτη, και μέσα στο πλαίσιο αυτό της οξύτατης αντιπαράθεσης, να διαφοροποιήσει ατομικά την κρίση του και να αποκλίνει από τις θέσεις ή τους χειρισμούς του προϊσταμένου του Μητροπολίτη.
9. Ακριβώς όμως επειδή για τους λόγους αυτούς θεσπίσθηκε η προστασία των διοικουμένων, με τη θέση σε ισχύ του άρθ. 7 του Ν. 2690/1999, υποβλήθηκε, όπως εξετέθη, η προρρηθείσα ‘Ένσταση - Αίτηση Εξαιρέσεως’ (21.12.2012), με την οποία ζητήθηκε η εξαίρεση του Μητροπολίτη από την προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το Επισκοπικό Δικαστήριο απέρριψε (όπως άλλωστε ανεμένετο…) την αίτηση εξαιρέσεως, εκδίδοντας την υπ’ αριθ. 2/2012 Παρεμπίπτουσα Απόφασή του, και με την αιτιολογία ότι η αίτηση αυτή περί εξαιρέσεως δήθεν «προσκρούει στο άρθ. 33 του Ν. 5383/1932», κατά το οποίο δεν επιτρέπεται η εξαίρεση του Μητροπολίτη από το Επισκοπικό Δικαστήριο.
10. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι πειστικός για τους εξής τουλάχιστον σημαντικούς λόγους:
(α) Πρώτον, διότι για ανάλογες περιπτώσεις το άρθ. 39 του Ν. 5383/1932, προβλέπει την εκούσια εξαίρεση του ανακριτή αλλά και κάθε ‘δικαστή’ εκκλησιαστικού δικαστηρίου, μη διακρίνοντας μεταξύ επισκοπικών ή άλλων εκκλησιαστικών δικαστηρίων (Άρθρον 39 Ν. 5383/1932: «Εκουσία εξαίρεσις. Δικαστής, ανακριτή ή γραμματεύς, συνειδώς εαυτώ λόγον εξαιρέσεως, υποβάλλει τούτον τω εις ο ανήκει Δικαστηρίω προς απόφασιν. Τούτο δ’ αποφαίνεται άνευ συμμετοχής του αιτούντος την εαυτού εξαίρεσιν»).
(β) Δεύτερον, διότι έρχεται σε προφανή εσωτερική αντίφαση αφενός μεν με το άρθ. 4 εδάφ. γ΄ του Ν. 5383/1932, διάταξη κατά την οποία «Τον Μητροπολίτην απόντα ή κωλυόμενον αναπληροί ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος», αφετέρου δε με τη διάταξη του άρθ. 5 εδάφ. γ του ίδιου νόμου, σύμφωνα με την οποία: «Καθ’ ην περίπτωσιν, εν ελλείψει, απουσία ή άλλω κωλύματι του Μητροπολίτου, το Επισκοπικόν Δικαστήριον συγκροτείται μόνον εκ πρεσβυτέρων, πάντα τα μέλη του Δικαστηρίου έχουσιν αποφασιστικήν ψήφον». Συνεπώς, ο ίδιος Ν. 5383/1932 προβλέπει σε παράλληλες διατάξεις του τη μη συμμετοχή του Μητροπολίτη στο Επισκοπικό Δικαστήριο, όταν συντρέχει κάποιο κώλυμα. Και εδώ πραγματικά συνέτρεχε ένα ιδιαίτερα σοβαρό.
(γ) Τρίτον, διότι η διάταξη αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το ειρημένο άρθ. 7 παρ. 1 & 2 Ν. 2690/1999, καθώς προέκυπταν σε βάρος του Μητροπολίτη βάσιμες υπόνοιες μεροληψίας, που θεμελίωναν πλέον υπηρεσιακή του υποχρέωση να υποβάλλει αίτηση αυτοεξαιρέσεως και αποχής του από τα καθήκοντα του Προέδρου του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
11. Λόγος αποκλεισμού από τη συμμετοχή του στη σύνθεση του Επισκοπικού Δικαστηρίου συνέτρεχε, ωστόσο, και για τον ανακριτή πρωτοπρεσβύτερο Θωμά Βαμβίνη, καθώς, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία, δεν είναι νόμω επιτρεπτή, για λόγους προστασίας της αντικειμενικής και απροσωπόληπτης διεξαγωγής της πειθαρχικής δίκης, η σύμπτωση σε ένα πρόσωπο των ιδιοτήτων του οργάνου που διεξάγει την ανάκριση και εκείνου το οποίο ασκεί, ως προϊστάμενο όργανο, πειθαρχικές αρμοδιότητες [εν προκειμένω βλ. ΣτΕ 323/2001 (νόμιμη η μη συμμετοχή τακτικού μέλους του πειθαρχικού συμβουλίου στην κρίσιμη συνεδρίαση, εφόσον υπήρχε προσωπική του εμπλοκή στην υπόθεση) § ΣτΕ 4206/1990 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1363]. Υπογραμμίζεται συναφώς και ότι:
- σύμφωνα με τις ΣτΕ 2425/1978, 1922/1976, κατά γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου, περί του αμερολήπτου της πειθαρχικής κρίσεως, ο διενεργών την ανάκριση κωλύεται να την διενεργήσει εάν υφίστανται σοβαρές αμφιβολίες σχετικά με το ανεπηρέαστο της κρίσεώς του.
- κατά τις ΣτΕ 5128/1987, 1975/1980, δεν μπορεί να συμμετάσχει στη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου το μέλος του εκείνο που άσκησε καθήκοντα ανακριτή για την ίδια υπόθεση,
- σύμφωνα με τις ΣτΕ 1487/1997, 1231/1996, η ενέργεια της ανακρίσεως κωλύει τη συμμετοχή του ενεργήσαντος αυτήν στη σύνθεση του πειθαρχικού συμβουλίου.
- σύμφωνα με τις ΣτΕ 936/1966, 1507/19650 κ.ά., αποκλείεται η συμμετοχή στο πειθαρχικό συμβούλιο μέλους διεξαγαγόντος σχετικές ανακρίσεις και υποβαλλόντος πόρισμα, αδιαφόρως του είδους της ανακρίσεως ως κυρίας ανακρίσεως ή προανακρίσεως.
12. Συνεπώς, για όλους τους πιο πάνω λόγους το Επισκοπικό Δικαστήριο έπασχε προδήλως από κακή σύνθεση, η δε όλη διαδικασία ήταν άκυρη.

Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης του
Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου (άρθ. 140 Ν. 3528/2007)
1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών οργάνων πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένες, με παράθεση τόσο των συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων και περιστατικών, τα οποία συνιστούν εξ αντικειμένου το αποδιδόμενο στον τιμωρούμενο πειθαρχικό παράπτωμα, όσο και της ιδίας του πειθαρχικού οργάνου εκτιμήσεως περί της, ενόψει των συντρεχουσών συνθηκών, επιληψίμου συμπεριφοράς. Εκτός δε της εξαντλητικής παραθέσεως των συνιστώντων το αποδιδόμενο πειθαρχικό παράπτωμα πραγματικών περιστατικών, πρέπει να περιέχεται και απάντηση σε όλους τους προβαλλόμενους από τον εγκαλούμενο ισχυρισμούς, οι οποίοι αφορούν είτε στην αντικειμενική υπόσταση του παραπτώματος, είτε στην υποκειμενική αυτού συμπεριφορά [ενδεικτικά: ΣτΕ 2553/1990, 2030/1976, 2685/1975, 1595/1970, 2708/1970 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1424].
2. Την έλλειψη των ανωτέρω στοιχείων δεν μπορεί να καλύψει απλή μνεία ότι ελήφθησαν υπόψη λ.χ. το πόρισμα της ανάκρισης ή η κλήση σε απολογία του εγκαλούμενου, αλλά απαιτείται αναλυτική παράθεση του αιτιολογικού/σκεπτικού της πειθαρχικής κρίσεως [ΣτΕ 3865/1988, 2548/1985, 4419/1984 § ΤΑΧΟΣ / ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ, ΕρμΥΚ, ό.π., σ. 1424].
3. Εν προκειμένω, ενώ τέθηκαν υπό την κρίση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου όλα τα ανωτέρω στοιχεία (παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, λόγοι εξαιρέσεως του Μητροπολίτη από την προεδρία του Επισκοπικού Δικαστηρίου κ.ο.κ.), μαζί με πλήρες, αναλυτικό και εμπεριστατωμένο Υπόμνημα, συνοδευόμενο από όλα τα απαραίτητα έγγραφα στοιχεία, εντούτοις η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 36/2013 Απόφαση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος είτε δεν απάντησε διόλου, είτε περιορίσθηκε να επαναλάβει όσα είχαν ήδη καταγραφεί στην Απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου (αυτολεξεί ή με άκρως συνοπτικό τρόπο).
4. Όλως ενδεικτικώς, και προς επιστήριξη των ανωτέρω, σημειώνεται ότι επί των υποβληθεισών υπό του συνηγόρου υπερασπίσεως του αιτούντος κ. Ν. Αντωνιάδη ενστάσεων,
- επί της μεν πρώτης, σχετικώς με την απόλυτη ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου, λόγω της προσθήκης σε αυτό νέας και άγνωστης, έως την στιγμή της ακροαματικής δίκης, κατηγορία σε βάρος του αιτούντος (ήτοι της εκ μέρους του προτροπής των πιστών για συμμετοχή σε άκυρα μυστήρια), ουδεμία απάντηση εδόθη,
- επί της δε δεύτερης, σχετικώς με την απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας, λόγω της μη (αυτό)εξαιρέσεως των Μητροπολίτη και Ανακριτή, η Συνοδική Απόφαση ουσιαστικώς ‘αντέγραψε’ σχεδόν επί λέξει όσα ακριβώς διελάμβανε και εκείνη του Επισκοπικού Δικαστηρίου.
Έτσι, η κατ’ αντιπαραβολήν ανάγνωση των δύο αποφάσεων (Επισκοπικού – Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου) δίνει την εντύπωση όχι μίας πραγματικής επανεκτιμήσεως του συνόλου των νομικών και πραγματικών ζητημάτων από το δεύτερο και ανώτερο εκκλησιαστικό όργανο, αλλά μάλλον μίας διεκπεραίωσης, χωρίς ουσιαστικότερη διάγνωση της διαφοράς, και δη εκ μέρους των Μητροπολιτών Μελών του Συνοδικού Δικαστηρίου οι οποίοι, λόγω της δεδομένης πείρας αυτών ήταν σε θέση να ανατάμουν βαθύτερα τα προκύψαντα σοβαρά ζητήματα.

Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης του
Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου (άρθ. 140 Ν. 3528/2007)
Όσα αμέσως ανωτέρω σημειώθηκαν για την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου, συντρέχουν −δυστυχώς− και για την τελευταία υπ’ αριθ. 20/2014 Απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Επειδή για τους πιο πάνω λόγους, πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες εκκλησιαστικές διοικητικές πράξεις καθώς και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της εκκλησιαστικής διοίκησης, ρητής ή σιωπηρής, προγενέστερης ή μεταγενέστερης, μεταξύ αυτών και η τελευταία υπ’ αριθ. 20/2014 Απόφαση του Δευτεροβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Επειδή όπως αιτιολογήθηκε οι προσβαλλόμενες πράξεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, δεκτικές προσβολής με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Επειδή έχω προφανές έννομο συμφέρον προς άσκηση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, όπως αναλύθηκε και αιτιολογήθηκε.
Επειδή εμπρόθεσμα άσκησα την επίδικη αίτηση ακυρώσεως, όπως προκύπτει από τα συνημμένα έγγραφα, διότι έλαβα γνώση της Αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου στις 28 Ιανουαρίου 2014. Επιπλέον, παραδεκτώς, νομίμως και εμπροθέσμως συμπροσβάλλονται και οι υπόλοιπες παρεμπίπτουσες εκκλησιαστικές πράξεις/αποφάσεις, ως ειδικότερες μίας σύνθετης διοικητικής ενέργειας, τελευταία της οποίας είναι η υπ’ αριθ. 36/2013 Απόφαση του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
και για όσους λόγους νόμιμα και εμπρόθεσμα επιφυλάσσομαι να αναπτύξω ενώπιον του Δικαστηρίου σας ή προσθέσω με ιδιαίτερο δικόγραφο, και με τη ρητή επιφύλαξη κάθε δικαιώματός μου
ΑΙΤΟΥΜΑΙ
Να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεώς μου σε όλο το περιεχόμενο αυτής (ιστορικό, νομικό και αιτητικό), οι προβληθέντες πρόσθετοι λόγοι και οι ισχυρισμοί του παρόντος υπομνήματός μου.

Αθήνα, 29 Μαΐου 2014
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου