Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

Απόφ. Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 2480/ 2015



Το Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά από σχετική αίτηση του Ιεροκήρυκα Ιγνάτιου Σταυρόπουλου, ακύρωσε οριστικάτην Απόφαση 4/2005 του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί οριστικής απολύσεως, απο τη θέση του Ιεροκήρυκα, του αιτούντος, που είχε προτείνει με πράξη του ο μητροπολίτης Ναυπάκτου.

Η απόφαση περί της απόλυσης, έκρινε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ότι [... παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κανονισμού 5/1978 και πρέπει να ακυρωθεί...]

Η απόφαση θεωρείται σταθμός στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και θεωρείται σημαντικό βήμα και  νέα θετική εξέλιξη, για τον νομικό πολιτισμό της χώρας μας. Με απλά λόγια, το Συμβούλιο της Επικρατείας είπε, ότι δεν μπορεί να εκδίδονται απο την Εκκλησία της Ελλάδος, αναιτιολόγητες πειθαρχικές πράξεις και ποινές εναντίον των εκκλησιαστικών υπαλλήλων,  και κατά παράβαση των σχετικών Κανονισμών που ισχύουν.


Το πλήρες κείμενο της σχετικής Απόφασης:

Αριθμός 2480/ 2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Μαΐου 2015, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Φ. Ντζίμας, Μ. Σταματελάτου, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 14 Οκτωβρίου 2005 αίτηση:
Του Ιγνατίου Σταυρόπουλου, Ιεροκήρυκα, κατοίκου Ναυπάκτου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Ναυπάκτου), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά εμφανίστηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,
Κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος, που εδρεύει στην Αθήνα (Γενναδίου 14 και Ιασίου 1), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Χαράλαμπο Αποστολόπουλο, που τον διόρισε με εντολή της Ιεράς Συνόδου.
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 4/2005 απόφαση του Ανώτερου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α.Σ.Υ.Ε.).
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή Παρέδρου Ι. Παπαγιάννη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε  τα  σ χ ε  τ ι κ α  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ ε φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο   Ν ό μ ο
1. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, για την άσκηση του οποίου καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2526331, 1817467/2005), ο αιτών πρώην ιεροκήρυκας-εκκλησιαστικός υπάλληλος της Ιεράς Μητροπόλεως (Ι.Μ.) Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, ζητεί την εξαφάνιση της υπ’ αριθ. 4/2005 (13.5.2005) αποφάσεως του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή της οριστικής παύσεως για τα πειθαρχικά παραπτώματα της συμμετοχής του ως εταίρου σε Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.) και της «σοβαρής απείθειας», ενώ απαλλάχθηκε από την κατηγορία για την τέλεση παραπτώματος χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς. Το ως άνω ένδικο βοήθημα, το οποίο φέρει τον τίτλο «υπαλληλική προσφυγή» και συμπληρώνεται με δικόγραφο πρόσθετων λόγων, παραπέμφθηκε ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος με την 4146/2013 απόφαση του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος που ανέκυψε σχετικά με τη φύση του ως αιτήσεως ακυρώσεως ή προσφυγής ουσίας.
2. Επειδή, με το άρθρο 25 του ν. 817/ 1978 (Α΄ 170) ορίσθηκαν, υπό τον τίτλο «Θέσεις Ιεροκηρύκων», τα εξής: «1. Αι μη κατανεμηθείσαι εβδομήκοντα (70) οργανικαί θέσεις διακόνων του εδαφ. β΄ της παραγρ. 1. του άρθρου 1 του Ν. 673/ 1977 «περί ανακατανομής και ρυθμίσεως οργανικών τινών θέσεων διακόνων» μετατρέπονται σε θέσεις ιεροκηρύκων, κατανεμόμεναι εις τας Ιεράς Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος δια Πρ. Διατάγματος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων. 2.  …5. Τας θέσεις των περί ων αι προηγούμεναι παράγραφοι του παρόντος άρθρου ιεροκηρύκων καταλαμβάνουν κληρικοί άγαμοι κεκτημένοι πτυχίον Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής διοριζόμενοι δια πράξεως του οικείου Αρχιερέως. 6. …». Περαιτέρω ο ν. 590/ 1977 περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄ 146) ορίζει στο άρθρο 42 του Κεφαλαίου ΙΓ΄ («ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ») τα εξής: «1. Η Εκκλησία της Ελλάδος χρησιμοποιεί προς επιτέλεσιν του έργου αυτής εις τας πάσης φύσεως διακονίας έμμισθον και άμισθον προσωπικόν. Το προσωπικόν τούτο, πλην των εφημερίων και διακόνων, μισθοδοτείται υπό των οικείων Νομικών Προσώπων της Εκκλησίας της Ελλάδος. 2. Τα προσόντα, η διαδικασία διορισμού, προαγωγής, μεταθέσεως, μετατάξεως, χορηγήσεως πάσης φύσεως αδειών, τα της πειθαρχικής διώξεως και χορηγήσεως ηθικών αμοιβών, τα των θέσεων, ως και παν έτερον ζήτημα αφορών εις την εν γένει υπηρεσιακήν κατάστασιν του υπαλληλικού προσωπικού της Εκκλησίας της Ελλάδος, των Ιερών Μητροπόλεων, των Ιερών ενοριακών ναών, του ΟΔΕΠ, της Αποστολικής Διακονίας, του Διορθοδόξου Κέντρου, των Ιερών Μονών, ως και παντός ετέρου εκκλησιαστικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του Κλήρου Οργανισμών, επιφυλασσομένων των διατάξεων του Κώδικος περί δημοσίων υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.  … 3.  …6. Οι κατέχοντες εφημεριακήν ή διακονικήν θέσιν κληρικοί δύνανται να κατέχουν και θέσιν υπαλλήλου της Ι. Συνόδου, της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των λοιπών Ι. Μητροπόλεων και τανάπαλιν, διαθέτοντες τα προς κατάληψιν των ως άνω θέσεων απαιτούμενα υπό των κειμένων διατάξεων προσόντα, πλην του της ηλικίας. Τα αυτά ως άνω ισχύον και δια τους προσωρινούς εφημερίους. Οι κατά τα ως άνω κατέχοντες και δευτέραν θέσιν λαμβάνουν κατ τα 2/3 των αποδοχών της ήσσονος μισθοδοτουμένης θέσεως.». Κατ’  επίκληση της  ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977 εκδόθηκε ο υπ’  αριθ. 5/1978 Κανονισμός (Καν.) της Ιεράς Συνόδου (Ι.Σ.) της Εκκλησίας της Ελλάδος «Περί Κώδικος Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων» (Α΄ 48), ο οποίος ορίζει τα εξής: Στο άρθρο «1. Σκοπός του παρόντος Κώδικος είναι η καθιέρωσις κανόνων διεπόντων την υπηρεσιακήν κατάστασιν των υπαλλήλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου επί βάσεων ισότητος και δικαιοσύνης, η εξασφάλισις της ορθής επιλογής αυτών, η κατοχύρωσις της κατά το συμφέρον των νομικών τούτων προσώπων σταδιοδρομίας των και η επίτευξης της μεγίστης δυνατής αποδόσεως αυτών εν τη εργασία των. 2. Εις τας διατάξεις του παρόντος υπάγονται πάντες οι τακτικοί, οι επί θητεία και οι μετακλητοί υπάλληλοι των Ιερών Μητροπόλεων και λοιπών εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιλαμβανομένων και των ασφαλιστικών του κλήρου οργανισμών ανεξαρτήτων της ιδιότητος αυτών ως κληρικών, μοναχών ή λαϊκών ως και οι υπό των αυτών νομικών προσώπων προσλαμβανόμενοι επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου κατά τας διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Οι υπάλληλοι των γραφείων της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, οι ιεροκήρυκες και οι υπάλληλοι των Ιερών μονών υπάγονται εις τον παρόντα κώδικα. Δεν υπάγονται όμως οι πρεσβύτεροι (προϊστάμενοι ή μη) ως και οι διάκονοι των ιερών ναών (ενοριακών ή μη), οι ιεροψάλται και το τυχόν υπάρχον έτερον βοηθητικόν ή υπηρετικόν προσωπικόν των ναών τούτων (χορωδοί, γραφείς, νεωκόροι, καθαρίστριαι). Δεν υπάγεται ωσαύτως το πάσης φύσεως προσωπικόν της εκκλησιαστικής παιδείας. 3. …».  Στο άρθρο 2: «1. …2. Δια τους ιεροκήρυκας, τους υπαλλήλους των γραφείων της Δ.Ι.Σ., της Αποστολικής Διακονίας, του ΟΔΕΠ και του ΤΑΚΕ ανεξαρτήτως βαθμού ως και δι’  άπαντας τους επί βαθμώ 5ω και άνω εκκλησιαστικούς υπαλλήλους περί ών η παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος Κώδικος, συνιστώνται επί τετραετεί θητεία δύο Υπηρεσιακά Συμβούλια προσωπικού λειτουργούντα παρά τη Δ.Ι.Σ. διακρινόμενα εις πενταμελή και εις τριμελή. 3. …» Στο άρθρο 5: «1. Παρά τη Διαρκεί Ιερά Συνόδω λειτουργεί το Ανώτατον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον της Εκλησίας (ΑΥΣΕ). 2. …» Στο άρθρο 32 («Υπακοή»): «1. Ο εκκλησιαστικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος δια την εκτέλεσιν των καθηκόντων αυτού και την νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών. 2. Ο υπάλληλος οφείλει υπακοήν εις τας διαταγάς των προϊσταμένων του, αλλ’  εκτελών διαταγήν ήν θεωρεί παράνομον, οφείλει προ πάσης εκτελέσεως να αναφέρη εγγράφως την ην έχει αντίθετον γνώμην και να εκτελέση την διαταγήν αμελλητί. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούση εις αυτήν. 3. Εις ήν περίπτωσιν η διαταγή είναι προδήλως παράνομος ο υπάλληλος οφείλει να μη εκτελέση ταύτην, αναφέρων άνευ αναβολής. Όταν εν τη διαταγή, η οποία προδήλως αντίκειται εις σαφείς και ρητάς διατάξεις του Συντάγματος, νόμων, ή διαταγμάτων, διατυπούνται επείγοντες λόγοι γενικωτέρου συμφέροντος ή όταν, κατόπιν αρνήσεως υπακοής εις πρώτην διαταγήν, αντικειμένην ως άνω προδήλως εις τοιαύτας διατάξεις, ακολουθήση Δευτέρα διαταγή, εκθέτουσα επείγοντας λόγους γενικωτέρου συμφέροντος ο υπάλληλος οφείλει να εκτελέση την διαταγήν, αναφέρων συγχρόνως εις την προϊσταμένην του διατάξαντος αρχήν, όπου συντρέχει περίπτωσις.».  Στο άρθρο 36: «1. Απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων εις Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης. 2 …». Στο άρθρο 42 («Μονιμότης»): «1. Ο εις τακτικήν θέσιν διοριζόμενος υπάλληλος μέχρι του 6ου βαθμού διανύει διετή δοκιμαστικήν υπηρεσίαν κατά τη διάρκειαν της οποίας δύναται να απολυθή μετ’  απόφασιν του υπηρεσιακού συμβουλίου δια λόγους αναγομένους εις την υπηρεσίαν του. 2. Εντός τριών μηνών από της συμπληρώσεως διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το υπηρεσιακόν συμβούλιον υποχρεούται να αποφανθή αν ο διορισθείς είναι κατάλληλος προς μονιμοποίησιν. 3. Ο κρινόμενος ως μονιμοποιητέος μονιμοποιείται δι’ αποφάσεως εκδιδομένης υπό της διορισάσης αρχής και δημοσιευομένης καθ’ ον τρόπον και ο διορισμός. Δι’ ομοίας πράξεως απολύεται υποχρεωτικώς και ο κριθείς ως μη μονιμοποιητέος. 4. …». Στο άρθρο 92 («Πειθαρχικά αδικήματα»): «1. Πάσα δι’  υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις του υπαλληλικού καθήκοντος υπό των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, δυναμένη να καταλογισθή αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα. 2. Το υπαλληλικόν καθήκον προσδιορίζεται τόσον εκ των υπό των κειμένων διατάξεων, κανονισμών, εγκυκλίων, οδηγιών και διαταγών επιβαλλομένων εις τον εκκλησιαστικόν υπάλληλον υποχρεώσεων, όσον και εκ της καθόλου εντός και εκτός της υπηρεσίας εκάστοτε τηρητέας εν γένει διαγωγής αυτού. 3. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδία: …». Στο άρθρο 93 («Πειθαρχικαί ποιναί»): «1. Πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) Έγγραφος επίπληξις. β) Πρόστιμον μέχρις αποδοχών τριών μηνών. γ) Διακοπή του προς προαγωγήν δικαιώματος από ενός μέχρι πέντε ετών. δ) Υποβιβασμός. ε) Οριστική παύσις. 2. … 4. Την ποινήν της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον δια τα εξής αδικήματα: α) … θ) Σοβαράν απείθειαν. ι) … ιβ) Δια παράβασιν των διατάξεων του άρθρου 36 του παρόντος. ιγ)…». Στο άρθρο 99 («Συρροή ποινών»): «1. Ουδείς διώκεται εκ δευτέρου δια το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα. 2. Ένεκα του αυτού πειθαρχικού αδικήματος μία ποινή επιβάλλεται. 3. Δια της αυτής αποφάσεως μία ποινή επιβάλλεται.». Στο άρθρο 100 («Δίωξις και τιμώρησις των πειθαρχικών αδικημάτων»): «1. Η δίωξις και τιμωρία του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του πειθαρχικού δικαστού, παράλειψις του οποίου συνιστά πειθαρχικόν αδίκημα αυτού. 2. Κατ’ εξαίρεσιν, επί αδικημάτων δικαιολογούντων την ποινήν της επιπλήξεως, η δίωξις απόκειται εις την διακριτικήν εξουσίαν των τεταγμένων προς τούτο οργάνων, λαμβανόντων υπ’ όψιν τούτο μεν το συμφέρον της υπηρεσίας, τούτο δε την καθ’ όλου εν τη υπηρεσία και εκτός αυτής διαγωγήν του κρινομένου εκκλησιαστικού υπαλλήλου. 3. Εν τη τιμωρήσει ο πειθαρχικός δικαστής κέκτηται διακριτικήν εξουσίαν ως προς την επιμέτρησιν της ποινής, λαμβάνων υπ όψιν τα εν τη προηγουμένη παραγράφω κριτήρια. Κατ’ εξαίρεσιν οσάκις το πειθαρχικόν αδίκημα δικαιολογεί ποινήν ανωτέραν της επιπλήξεως, δεν δύναται ο πειθαρχικός δικαστής να μη επιβάλη ποινήν.». Στο άρθρο 101 («Πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι»): «Αι πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι  μονομελείς και πολυμελείς. Μονομελείς πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι του υπαλλήλου. Πολυμελείς πειθαρχικαί δικαιοδοσίαι είναι: α) Το Διοικητικόν Συμβούλιον του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου. β) Τα κατά το άρθρον 2 παρ. 1, 2 και 3 του παρόντος Κανονισμού Υπηρεσιακά Συμβούλια, γ) Το Ανώτερον Υπηρεσιακόν Συμβούλιον, δ) Το Συμβούλιον Επικρατείας.». Στο άρθρο 119 παρ. 11 και 12 (« Απολογία, Εκδίκασις. Πειθαρχική απόφασις»): «11. Αι πειθαρχικαί αποφάσεις δέον να είναι ητιολογημέναι. Άμα τη εκδόσει των κοινοποιούνται εν πλήρει αντιγράφω και επί αποδείξει εις τον κριθέντα. 12. Η έκδοσις οριστικής αποφάσεως επί τινι αδικήματι είτε υπό μονομελούς είτε υπό πολυμελούς οργάνου, καθιστά απαράδεκτον νέαν πειθαρχικήν δίωξιν διά το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα.». Στο άρθρο 122 παρ. 4 («Εκτίμησις αποδείξεων»): «4. Η απόφασις δέον να στηρίζεται επί αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων και ουχί απλών υπονοιών και να είναι ητιολογημένη τόσον δια την διαπίστωσιν της ενοχής, όσον και διά την επιβολήν ή επιμέτρησιν της ποινής.». Στο άρθρο 124 («Έφεσις»): «1. Αι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων και των διοικητικών και των πειθαρχικών συμβουλίων υπόκεινται εις έφεσιν ενώπιον του Ανωτέρου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. 2. Εις άσκησιν εφέσεως δικαιούται. α) Ο τιμωρηθείς υπάλληλος. …3. …». Στο άρθρο 130 («Περιπτώσεις λύσεως» {της υπαλληλικής σχέσεως}): «1. Η υπαλληλική σχέσις λύεται δια του θανάτου, της εκπτώσεως, της αποδοχής της παραιτήσεως και της απολύσεως του εκκλησιαστικού υπαλλήλου. 2. …». Στο άρθρο 131 («Έκπτωσις»): «1. Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας εάν κατεδικάσθη δι’ αμετακλήτου αποφάσεως: … 2. H έκπτωσις διαπιστούται διά πράξεως του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου. 3. Εκκλησιαστικός υπάλληλος έχων την ιδιότητα του κληρικού εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας εάν καταδικασθή υπό εκκλησιαστικού δικαστηρίου αμετακλήτως εις καθαίρεσιν, εφαρμοζομένης και εν προκειμένω αναλόγως της προηγουμένης παραγράφου.». Στο άρθρο 136 («Απόλυσις»): «Πας εκκλησιαστικός υπάλληλος απολύεται μόνον: α) δι’ επιβληθείσης πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσεως, β) …». Στο άρθρο 144: «1. Η περί εκπτώσεως, αποδοχής παραιτήσεως και η περί απολύσεως πράξις δημοσιεύονται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν περιλήψει μνημονευούση και την αιτίαν λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως. …». Και στο άρθρο 150, όπως ίσχυσε αρχικώς: « Αι οργανικαί θέσεις των γραφείων της Ιεράς Συνόδου διαρθρούνται ως ακολούθως: Κλάδος Αα6 Ιεροκηρύκων: … Τυπικά Προσόντα. Ειδικώτερον: … Διά τον κλάδον Αα6 Ιεροκηρύκων. Πτυχίον Θεολογίας και ιδιότης αγάμου κληρικού.». Όμοιες διατάξεις προς τις ανωτέρω ως προς τα τυπικά προσόντα για τον διορισμό σε θέση ιεροκήρυκα-εκκλησιαστικού υπαλλήλου περιέχονται στο αρ. 150 του Καν. 5/1978, όπως αντικαταστάθηκε με τον Καν. 156/ 2002 της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (Α΄338).
3. Επειδή, όπως έχει κριθεί, οι κληρικοί, ακόμη και όταν κατέχουν οργανικές θέσεις, όπως π.χ. θέσεις εφημερίων σε ιερούς ναούς, δεν είναι διοικητικοί υπάλληλοι κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 4 και 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος και, επομένως, δεν απολαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας που καθιερώνονται για τους διοικητικούς υπαλλήλους με τις διατάξεις αυτές (βλ. ΣΕ 825/1988 ολομ., 2850/1988). Το ίδιο ισχύει και για τους κληρικούς οι οποίοι καταλαμβάνουν θέσεις εκκλησιαστικών υπαλλήλων, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη συνδρομή της ιδιότητας του κληρικού, όπως ιδίως οι θέσεις ιεροκηρύκων (αγάμων κληρικών) της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και των Ιερών Μητροπόλεων, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 590/1977, του άρθρου 25 του ν. 817/1978 και του άρθρου 150 του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. Και τούτο, διότι η ιδιότητα του κληρικού είναι ασυμβίβαστη με την κατά την κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος μονιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων και τις κατά το άρθρο αυτό σχετικές ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις, δεδομένου ότι η κατοχή και διατήρηση της ιδιότητας του κληρικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άσκηση του θρησκευτικού λειτουργήματός του και την απορρέουσα από αυτό υποχρέωση του να συμμορφώνεται προς τα καθήκοντα και τις επαγγελίες της ομολογίας του  (πρβλ. ΣΕ 4078/1979 ολομ.). Η τυχόν παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται την κατάγνωση κανονικών κυρώσεων (βλ. άρθρα 1 και 44 του ν. 590/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 5383/1932 περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων, όπως ισχύει), οι οποίες μπορεί να φθάνουν μέχρι και την καθαίρεση του κληρικού από τα αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα, τούτο δε υπό ειδικούς ουσιαστικούς και διαδικαστικούς όρους, οι οποίοι ανάγονται στην εφαρμογή του άρθρου 3 του Συντάγματος (αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, υποχρέωση αυτής «να τηρεί απαρασάλευτα {…} τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις») και είναι, ως εκ του περιεχομένου τους, ασύμβατοι προς τους αντίστοιχους όρους του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος για τους μόνιμους διοικητικούς υπαλλήλους. Συνεπώς, οι κληρικοί-εκκλησιαστικοί υπάλληλοι, όπως ιδίως οι ιεροκήρυκες που υπάγονται στον Κανονισμό 5/1978, αλλά και οι ιεροκήρυκες του ν. 817/1978, επί των οποίων εφαρμόζεται αναλόγως ο Κανονισμός αυτός (βλ. ΣΕ 2094/2002), δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μόνιμοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 103 παρ. 4 και 6 του Συντάγματος, σε αντίθεση προς τους λαϊκούς εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (βλ. ΣΕ 131/ 2014, 1557/2005). Δεν έχουν, επομένως σε περίπτωση απολύσεώς τους με απόφαση του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου, την προβλεπόμενη από το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προσφυγή ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν όψει, εξ άλλου, των ανωτέρω, η αληθής  έννοια της διατάξεως του άρθρου 101 περ. δ΄του Καν. 5/1978, κατά την οποία στις «πολυμελείς πειθαρχικές δικαιοδοσίες» επί των εκκλησιαστικών υπαλλήλων περιλαμβάνεται και το Συμβούλιο της Επικρατείας, είναι ότι το Δικαστήριο ασκεί την προβλεπόμενη, κατά κατηγορία εκκλησιαστικών υπαλλήλων (κληρικών ή λαϊκών), αρμοδιότητά του σύμφωνα με τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις και όχι ότι απονέμεται αδιακρίτως στο σύνολο των εκκλησιαστικών υπαλλήλων ιδιαίτερο ένδικο βοήθημα προσφυγής ουσίας, λαμβανομένου άλλωστε υπ’ όψιν ότι η χορηγούμενη με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977 νομοθετική εξουσιοδότηση προς την Διαρκή Ιερά Σύνοδο για τη ρύθμιση θεμάτων της εν γένει υπηρεσιακής καταστάσεως των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η πειθαρχική δίωξη αυτών, δεν περιλαμβάνει πάντως κατά τρόπο ειδικό (αρ. 43 παρ. 2 του Συντάγματος) την αρμοδιότητα της Εκκλησίας να θεσπίζει με τις κανονιστικές πράξεις της και ιδιαίτερα ένδικα βοηθήματα ή ιδιαίτερες δικαστικές αρμοδιότητες για τις διοικητικές διαφορές των εκκλησιαστικών υπαλλήλων. Εν όψει των ανωτέρω, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο στρέφεται κατά αποφάσεως πειθαρχικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, η οποία επέβαλε στον αιτούντα, ως κληρικό-εκκλησιαστικό υπάλληλο, ποινή οριστικής παύσεως, έχει χαρακτήρα αιτήσεως ακυρώσεως και όχι προσφυγής ουσίας. Μειοψήφησαν η Πρόεδρος του Τμήματος  Αικ. Συγγούνα και ο Σύμβουλος Φ. Ντζίμας, με τη γνώμη των οποίων συντάχθηκε ο Πάρεδρος Γ. Ζιάμος, οι οποίοι υποστήριξαν ότι, εφ’ όσον το άρθρο 101 περ. δ΄ του Κανονισμού 5/1978 περιλαμβάνει ρητώς το Συμβούλιο της Επικρατείας στις «πειθαρχικές δικαιοδοσίες» των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, το υπό κρίση ένδικο βοήθημα έχει χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, όπως ευθέως συνάγεται από το γράμμα της ως άνω διατάξεως. Η ρύθμιση, εξ άλλου, του ένδικου αυτού βοηθήματος με τον ανωτέρω Κανονισμό, η οποία εντάσσεται στην πειθαρχική διαδικασία των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, κινείται κατά τη γνώμη αυτήν εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως που παρέχεται με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του ν. 590/1977, δεδομένου ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση περιλαμβάνει ρητώς τη ρύθμιση ζητημάτων σχετικών με την πειθαρχική δίωξη των εκκλησιαστικών υπαλλήλων και μάλιστα κατ’ αναλογία προς τα οριζόμενα στον εκάστοτε ισχύοντα κώδικα δημοσίων υπαλλήλων.
4. Επειδή, η οριστική παύση του αιτούντος ως εκκλησιαστικού υπαλλήλου (ιεροκήρυκα), ο οποίος δεν μετείχε ένεκα και μόνο της θέσεως που κατείχε (ex officio) στη συγκρότηση οργάνων διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος ή άλλων εκκλησιαστικών ν.π.δ.δ. (περί των καθηκόντων και της εν γένει υπηρεσιακής καταστάσεως των ιεροκηρύκων της Εκκλησίας της Ελλάδος, βλ. τον υπ’ αριθ. 13/1970 Κανονισμό της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, Α΄ 242), είχε ως μόνη συνέπεια τη μεταβολή της υπηρεσιακής του καταστάσεως (λύση της υπαλληλικής σχέσεως). Η αρμοδιότητα, συνεπώς, για την εκδίκαση της ένδικης ακυρωτικής διαφοράς, αφορώσης την κατάσταση μέλους του προσωπικού ν.π.δ.δ. (Ι.Μ. Ναυπάκτου), υπάγεται στο οικείο διοικητικό εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1, περ. γ΄ του ν. 702/1977 (Α΄268), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως  (14.10.2005) (η ως άνω περ. γ΄ αντικαταστάθηκε εν συνεχεία με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 3659/2008 (Α΄ 77), χωρίς όμως να καταληφθούν οι εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του νόμου τούτου υποθέσεις, όπως ορίσθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 49 αυτού). Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2, περ. η΄του ν. 702/1977, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213) και ισχύει από 1.1.2011, καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο αυτόν υποθέσεις (αρ. 50 ν. 3900/2010), ορίζει ότι «Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν … η) την επιβολή πειθαρχικής ποινής από συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ή συμμετέχει ανώτατος δικαστικός λειτουργός». Η διάταξη αυτή, η οποία εισάγει εξαιρέσεις από τις διατάξεις των περ. α΄και γ΄της παρ. 1 του άρ. 1 του ν. 702/1977 και είναι ως εκ τούτου στενά ερμηνευτέα, θεσπίστηκε μετά από πρόταση της Διοικητικής Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. απόφαση αυτής με αριθ. 4/2010 και την αιτιολογική έκθεση του ν. 3900/2010), «προκειμένου να μην παρουσιάζεται το παράδοξο φαινόμενο αποφάσεις πειθαρχικών συμβουλίων στα οποία συμμετέχουν αντιπρόεδροι ή σύμβουλοι της Επικρατείας […] να ελέγχονται και μάλιστα ανέκλητα από τα διοικητικά εφετεία». Εν όψει επομένως του ως άνω σκοπού της, αλλά και του εξαιρετικού της χαρακτήρα, εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, στα οικεία συμβούλια προεδρεύουν ή συμμετέχουν εν ενεργεία και όχι συνταξιούχοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν ασκεί εν προκειμένω καμία επιρροή το γεγονός ότι για τη συγκρότηση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού (Πειθαρχικού) Συμβουλίου της Εκκλησίας, απόφαση του οποίου προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, είχε ορισθεί κατά την κρίσιμη συνοδική περίοδο από 1.9.2004 έως 31.8.2005 (βλ. άρ.8 παρ. 1 ν. 590/1977) ως τακτικό μέλος του συνταξιούχος ανώτατος δικαστικός λειτουργός (ο επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Αν. Μαρίνος), σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά το χρόνο της ως άνω συγκροτήσεως διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 5 του ν. 590/1977 και 2 παρ. 1 του Κανονισμού 3/1977 της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος (Α΄273), όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του υπ’ αριθ. 38/1988 ομοίου Κανονισμού (Α΄269 και διόρθωση σφάλματος Α΄46/1989), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2, περ. Γ΄ του ν.2993/2002 (Α΄ 58). Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, για λόγους δε προεχόντως οικονομίας της δίκης, κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να κρατηθεί και να εκδικασθεί από αυτό (άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, Α΄150, σε συνδυασμό με το άρθρο 5Α περ. α΄του ν. 702/1977, όπως ισχύει).
5. Επειδή, όπως έγινε δεκτό και με την υπ’ αριθ. 4146/2013 παραπεμπτική απόφαση του Τμήματος υπό πενταμελή σύνθεση, το κατατεθέν από τον αιτούντα δικόγραφο πρόσθετων λόγων είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι μέχρι την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν προσκομίσθηκαν αποδεικτικά επιδόσεως αυτού, η δε αντίδικος του αιτούντος Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την ανωτέρω συζήτηση, αντέλεξε ως προς το παραδεκτό του προσθέτου αυτού δικογράφου (αρ.25 παρ. 1 και 21 παρ. 6 π.δ. 18/1989). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι και όλοι οι λόγοι που προβάλλονται με το πρόσθετο δικόγραφο.
6. Επειδή, η επιβολή σε βάρος του αιτούντος επιτιμίων «ακοινωνησίας», ανεξαρτήτως των πνευματικού χαρακτήρα επιπτώσεών τους στην άσκηση των καθηκόντων του ιεροκήρυκα, όπως και η επιβολή σε βάρος του ποινής καθαιρέσεως από την ιεροσύνη (με την υπ’ αριθμ. 20/2014 απόφαση του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος), δεν του στερούν το κατ’ άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 έννομο συμφέρον να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση, όπως αβασίμως προβάλλει με τα υπομνήματά της η Εκκλησία της Ελλάδος. Και τούτο, διότι η ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται στον κληρικό-εκκλησιαστικό υπάλληλο μόνο για τα παραπτώματα που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 93 παρ. 4 του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος και, εν πάσει περιπτώσει, δεν συνιστά μεταβολή της υπηρεσιακής καταστάσεώς του η οποία επέρχεται ως αναγκαστική ή αυτόθροη συνέπεια της επιβολής του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας (πρβλ. ΣΕ 2979/1996 ολομ., 686/2011 επτ. Κ.ά.). Η ποινή, εξ άλλου, της καθαιρέσεως που επιβάλλεται με «αμετάκλητη» απόφαση «εκκλησιαστικού δικαστηρίου», συνιστά μεν λόγο αυτοδίκαιης εκπτώσεως του κληρικού-εκκλησιαστικού υπαλλήλου από την υπηρεσία κατόπιν διαπιστωτικής πράξεως του υπηρεσιακού συμβουλίου (άρθρο 131 παρ. 2 και 3 του Καν. 5/1978), ο οποίος όμως δεν του στερεί το έννομο συμφέρον, ιδίως ηθικό, να αμφισβητήσει την πειθαρχική ευθύνη του για την τέλεση παραπτωμάτων σε χρόνο προηγούμενο της καθαιρέσεώς του (πρβλ. ΣΕ 2693/2012, 1613/2012, 2709/2010 κ. ά.).
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Α) Ο αιτών διορίσθηκε το έτος 1983, ως άγαμος κληρικός (με βαθμό τότε διακόνου), σε θέση ιεροκήρυκα της Ι.Μ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου με την υπ’ αριθ. 2/10.10.1983 πράξη του τότε Μητροπολίτη, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 25 (παρ. 5) του ν. 817/1978, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο μόνο, περ. β΄ του π.δ/τος 582/1980 «περί κατανομής θέσεων ιεροκηρύκων της Ιεράς Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Α΄158).  Β) Το έτος 1992 ο αιτών και τέσσερις ακόμη ιερομόναχοι της τότε Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου συνέστησαν με το υπ’ αριθ. 127/16.6.1992 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ναυπάκτου Ειρ. Νικολάου Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΣΚΑΛΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΣΩΤΗΡΟΣ», με εταιρικό κεφάλαιο 600.000 δρχ., και αποτέλεσαν εταίρους της εταιρείας αυτής. Η εταιρεία είχε ως κύριους σκοπούς την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία συγχρόνου κέντρου ιχθυοκαλλιέργειας στην περιοχή Σκάλας Ναυπακτίας και στην παραθαλάσσια περιοχή Μόρνου, για την παραγωγή γόνου ψαριών, εκτροφή, πάχυνση και διάθεση των προϊόντων σε κοινωφελή ιδρύματα, νοσοκομεία, εκκλησίες, μοναστήρια, γηροκομεία, στέγες απόρων, ορφανοτροφεία, κατασκηνώσεις κλπ. Σύμφωνα με το ίδιο συμβόλαιο συστάσεως της εταιρείας, βασική επιδίωξη αυτής ήταν, επίσης, η εκμετάλλευση ήπιων μορφών ενέργειας (αιολικής ή ηλιακής), με στόχο την αυτονομία των εγκαταστάσεων, την προστασία του περιβάλλοντος και την ελαχιστοποίηση των δαπανών λειτουργίας τους, καθώς και η οργάνωση και λειτουργία ερευνητικών προγραμμάτων, σεμιναρίων και συνεδρίων στις εγκαταστάσεις του Συνεδριακού Κέντρου της ως άνω Ιεράς Μονής. Γ) Το έτος 1999, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ζήτησε με το υπ’ αριθ. πρω. 150/15.3.1999 έγγραφό του από τον αιτούντα, ήδη τότε αρχιμανδρίτη και υπεύθυνο της Μητροπόλεως «επί των αιρέσεων», να ερευνήσει αν στη Ναύπακτο λειτουργούσε ευκτήριος οίκος του δόγματος της «Ελευθέρας Αποστολικής Εκκλησίας Πεντηκοστής», αν μέλη του δόγματος αυτού ασκούσαν προσηλυτισμό και αν είχαν εκδοθεί σχετικές καταδικαστικές αποφάσεις, ώστε η Μητρόπολη να διατυπώσει τις απόψεις της προς το τότε Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σχετικού αιτήματος αυτού, προκειμένης της χορηγήσεως αδείας λειτουργίας ευκτηρίου οίκου στο ως άνω δόγμα. Ο αιτών δεν απάντησε στο προαναφερόμενο έγγραφο, αλλά, όπως αναγράφεται στο από 30.4.1999 «Ενημερωτικό σημείωμα» του Μητροπολίτη Ναυπάκτου «για τον ατομικό φάκελο» του αιτούντος, αρνήθηκε να το πράξει, επιδεικνύοντας «απείθεια και περιφρόνηση στον Προϊστάμενό του». Δ) Ακολούθησε η υπ’ αριθ. πρωτ. 684/1.11.1999 απόφαση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, η οποία επέβαλε στον αιτούντα, για τους αναφερόμενους στην ίδια λόγους (παράβαση γραπτών και προφορικών οδηγιών του Μητροπολίτη προς τον αιτούντα για προσωπική επικοινωνία μαζί του, καταφρόνηση από τον αιτούντα της εκκλησιαστικής αυτού αρχής με την κοινοποίηση προς αυτήν εξωδίκων δηλώσεων σχετικών με τον τρόπο της μισθοδοσίας του, επιστολή του αιτούντος προς τον Αρχιερατικό Επίτροπο Αγ. Βλασίου με την οποία του απέδιδε δογματικά ολισθήματα, άγνοια της ορθόδοξης θεολογίας, αλλοίωση του μυστηρίου της ιεροσύνης και μη τήρηση της σειράς των οφφικίων), «κατά άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν και δια την σωτηρίαν αυτού εκ της συνεχούσης αυτόν ψυχικής ασθενείας», την ποινήν της εκπτώσεως «εκ του εκκλησιαστικού οφφικίου του Αρχιμανδρίτου», συνοδευόμενη με την προτροπή «όπως του λοιπού πληροφορή την διακονίαν του μετά βαθείας επιγνώσεως και κανονικής ευταξίας, ίνα λάβη, εν καιρώ τω δέοντι, τον αμαράντινον της δόξης στέφανον». Ε) Με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 239/28.3.2000 έγγραφό του ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου ζήτησε από τον αιτούντα να διατυπώσει τις απόψεις του επί ζητημάτων αναγομένων στη συμπεριφορά του (συνέχιζε να υπογράφει ως «αρχιμανδρίτης» παρά την αφαίρεση του «οφφικίου», εξακολουθούσε να αποστέλλει εξωδίκους δηλώσεις σχετικές με τον τρόπο πληρωμής του, μετεκινείτο κατά τη διάρκεια αναρρωτικών αδειών του μακράν της Ιεράς Μονής του και της Ιεράς Μητροπόλεως χωρίς άδεια και γνώση αυτής, ήταν «μέτοχος» Ε.Π.Ε.  παρά τη σχετική απαγόρευση), κατόπιν δε τούτου και αφού θεώρησε τις σχετικές εξηγήσεις του αιτούντος ως μη ικανοποιητικές, τον απέλυσε από τη θέση ιεροκήρυκα που κατείχε στη Μητρόπολη με την από 17.4.2000 σχετική πράξη του (φ. 107/24.4.2000, τ. ΝΠΔΔ).   ΣΤ) Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου επέβαλε επίσης στον αιτούντα, με την υπ’ αριθ. 583/2001 (27.9.2001) πράξη του, το επιτίμιο της ακοινωνησίας για «αντιεκκλησιαστική συμπεριφορά».  Ζ)  Με την 2094/2002 απόφαση του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η προαναφερόμενη πράξη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου (από 17.4.2000) περί απολύσεως του αιτούντος, για το λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί απόφαση του αρμοδίου πειθαρχικού συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 5/1978 της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατόπιν τούτου κινήθηκε πειθαρχική δίωξη κατά του αιτούντος, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1/8.10.2003 απόφαση του Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου Υπαλλήλων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Ιερών Μητροπόλεων, με την οποία επιβλήθηκαν στον αιτούντα οι ποινές της οριστικής παύσεως για τα πειθαρχικά αδικήματα ης συμμετοχής του σε Ε.Π.Ε. και της «σοβαρής απείθειας», καθώς και του υποβιβασμού για το πειθαρχικό παράπτωμα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής εντός και εκτός υπηρεσίας. Σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου εξέδωσε πράξη απολύσεως του αιτούντος (φ.295/26.11.2003, τ. Ν.Π.Δ.Δ.), όμως με την 1/30.6.2004 απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας έγινε δεκτή «έφεση» του αιτούντος και ακυρώθηκε η ως άνω απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου για το λόγο ότι δεν είχε κοινοποιηθεί στον αιτούντα παραπεμπτήριο έγγραφο.  Η) Κατόπιν των ανωτέρω κινήθηκε εκ νέου η πειθαρχική διαδικασία (παραπεμπτήριο έγγραφο με αριθ. πρωτ. 480/22.8.2002) και εκδόθηκε, στο πλαίσιο αυτής, το υπ’ αρ. 1/ 4.2.2005 Πρακτικό του ως άνω Τριμελούς Πειθαρχικού Συμβουλίου, με το οποίο επιβλήθηκαν στον αιτούντα και πάλι οι ποινές της οριστικής παύσεως και του υποβιβασμού για τους ίδιους λόγους. Ειδικότερα, ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος: για το πειθαρχικό αδίκημα της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς διαγωγής εντός και εκτός υπηρεσίας, για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή υποβιβασμού, και γ) για το πειθαρχικό αδίκημα της σοβαρής απείθειας, για το οποίο του επιβλήθηκε επίσης η ποινή της οριστικής παύσεως. Το τελευταίο αυτό αδίκημα συνίστατο, σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, στο ότι ο αιτών εξακολουθούσε «να φέρει το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου και να υπογράφει ως Αρχιμανδρίτης, ακόμη και εις τα υπομνήματα και τα έγγραφα που κατέθεσε κατά τη διάρκειαν της πειθαρχικής ανακρίσεως και εις το παρόν Πειθαρχικόν Συμβούλιον, παρότι αυτό του είχε αφαιρεθεί, διά λόγους πνευματικούς, από τον Σεβ. Μητροπολίτην Ναυπάκτου. Όπως δε φαίνεται και εις σχετικάς φωτογραφίας και έγγραφα, ουδεμία σημασία έδωκεν εις το γεγονός ότι του είχε επιβληθή μία τέτοια πνευματική ποινή». Το ίδιο αδίκημα (της σοβαρής απείθειας) συνίστατο, κατά την ανωτέρω πρωτοβάθμια απόφαση, και στο ότι ο αιτών εξερχόταν «άνευ αδείας των ορίων της Ι. Μητροπόλεως, απαξιών να ενημερώνη τον Σεβ. Μητροπολίτην» και τέλος «ηρνήθη να εκτελέση γραπτή εντολή του Σεβασμιωτάτου, αναφορικώς με ζήτημα σχετιζόμενον με την ποιμαντικήν των αιρέσεων».  Θ) Κατόπιν της από 15.3.2005 «εφέσεως» του αιτούντος κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας αποφάσεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ήδη με την κρινόμενη αίτηση απόφαση (με αρ. 4/2005) του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας, με την οποία η «έφεση» έγινε εν μέρει δεκτή, απαλλάχθηκε ο αιτών από την κατηγορία της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς και κατά τα λοιπά επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια κρίση.
8. Επειδή, προβάλλεται ότι μη νομίμως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς προηγουμένως να  ανακληθεί η πράξη απολύσεως του αιτούντος (φ.295/26.11.2003, τ. Ν.Π.Δ.Δ), η οποία είχε εκδοθεί κατόπιν της υπ’ αριθ. 1/30.6.2004 απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι μετά την κατά τα ανωτέρω ακύρωση της αποφάσεως 1/2003 του πρωτοβαθμίου υπηρεσιακού συμβουλίου, η σε εκτέλεση αυτής εκδοθείσα πράξη απολύσεως του αιτούντος απέβαλε την ισχύ της.
9. Επειδή, προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση παραβιάσθηκε η διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Καν. 5/1978, κατά την οποία «ουδείς διώκεται εκ δευτέρου διά το αυτό πειθαρχικόν αδίκημα» (βλ. και τη συναφή διάταξη του άρθρου 119 παρ. 12 του ίδιου Καν/σμού), διότι, όπως ισχυρίζεται ο αιτών, ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου του είχε ήδη επιβάλει, ως πειθαρχικώς προϊστάμενός του, ποινές για τα ίδια αδικήματα. Ο λόγος αυτός, ανεξαιρέτως της αοριστίας του, είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως στηριζόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως, διότι εκτός από πνευματικής φύσεως, μη εκτελεστού χαρακτήρα, ποινές οι οποίες πράγματι είχαν επιβληθεί στον αιτούντα (αφαίρεση οφφικίου, επιτίμιο ακοινωνησίας) από τον Μητροπολίτη Ναυπάκτου (πράξεις με αριθ. 684/1999, 583/2001), ο αιτών δεν διώχθηκε πειθαρχικώς ούτε τιμωρήθηκε για δεύτερη φορά για τα ίδια αδικήματα, σύμφωνα με τις μνημονευθείσες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου των εκκλησιαστικών υπαλλήλων του Καν. 5/1978 της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος.
10. Επειδή, κατ ορθή ερμηνεία του αιτιολογικού και διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αιτών απηλλάγη της εναντίον του κατηγορίας για το πειθαρχικό παράπτωμα της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς (δεύτερη κατηγορία), είναι δε αδιάφορο ότι στο διατακτικό της ως άνω αποφάσεως, αντί να αναγραφεί ότι απαλλάσσεται της δεύτερης κατηγορίας, αναγράφεται εκ προφανούς παραδρομής ότι απαλλάσσεται της τρίτης, η οποία αφορούσε το παράπτωμα της σοβαρής απείθειας. Εξ άλλου, η ως άνω εκ παραδρομής αναφορά δεν αντιφάσκει προς την επικύρωση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως ως προς την κατηγορία για το παράπτωμα της σοβαρής απείθειας, με άλλη διάταξη του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται πλημμελής ένεκα των ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
11. Επειδή, προβάλλεται ότι είναι μη νόμιμη η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας ως προς την καταδίκη του αιτούντος για τη συμμετοχή του σε Ε.Π.Ε.,  καθ’ όσον η εν λόγω εταιρεία δεν είχε, σύμφωνα με το καταστατικό της, κερδοσκοπικούς, αλλά φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το άρθρο 36 παρ. 1 του Καν. 5/1978 απαγορεύει ρητώς τη συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων σε Ε.Π.Ε., αδιαφόρως του ειδικότερου σκοπού των εταιρειών αυτών.
12. Επειδή, προβάλλεται ότι είναι πλημμελώς αιτιολογημένη  η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας ως προς την καταδίκη του αιτούντος για το αδίκημα της «σοβαρής απείθειας» σε ό,τι αφορά τη χρήση από αυτόν του τίτλου «Αρχιμανδρίτης» και τη μη εκτέλεση γραπτής εντολής του Μητροπολίτη Ναυπάκτου για  ζήτημα ποιμαντικής των αιρέσεων, καθ’ όσον α) δεν εξετάσθηκε το ζήτημα της χρονικής διάρκειας αφαιρέσεως του οφφικίου με την υπ’ αριθ. 684/1.11.1999 απόφαση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, η οποία (διάρκεια) δεν υπερέβαινε, κατά τον αιτούντα, τις 30 ημέρες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 3 ν. 5383/1932, όπως ισχύει, και του άρθρου 13 του Καν. 142/1999 της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος περί οφφικίων και β) ο ίδιος (ο αιτών) δεν είχε αρμοδιότητα να εκφέρει γνώμη για ζητήματα λειτουργίας ευκτηρίου οίκου άλλου δόγματος στην περιοχή της Ι.Μ. Ναυπάκτου, τα δε σχετικά θέματα, για τα οποία ζητήθηκε η συνδρομή του από το Μητροπολίτη Ναυπάκτου, συνιστούσαν επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, η οποία απαγορεύεται χωρίς άδεια της αρμόδιας  αρχής (κατά το άρθρο 7 του ν. 2472/1997). Κατά το πρώτο σκέλος του, ο ανωτέρω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως αναμφιβόλως προκύπτει από την υπ’ αριθ. 684/1.11.1999 απόφαση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου, στον αιτούντα επιβλήθηκε πάντως έκπτωση από το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη χωρίς οποιονδήποτε χρονικό περιορισμό, τούτο δε αδιαφόρως του περιεχομένου των διατάξεων του ν. 5383/1932 και του Καν. 142/1999 της Ι.Σ. τις οποίες επικαλείται ο αιτών, εκ των οποίων μάλιστα αυτές του Καν. 142/1999 (Α΄300/30.12.1999) είναι και μεταγενέστερες της ανωτέρω αποφάσεως του Μητροπολίτη Ναυπάκτου (1.11.1999). Ως προς το δεύτερο σκέλος του, ο ανωτέρω λόγος είναι ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τις μνημονευθείσες διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 2 και 3 του Καν. 5/1978, ο αιτών είχε νόμιμη υποχρέωση να εκτελέσει τη δοθείσα σε αυτόν εντολή του προϊσταμένου του Μητροπολίτη, εφ’ όσον δε θεωρούσε για οποιονδήποτε λόγο την εντολή αυτή «προδήλως» παράνομη, όφειλε, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση υπακοής, να αναφέρει «άνευ αναβολής» τους σχετικούς λόγους στον προϊστάμενό του και όχι να απόσχει αυτοβούλως από την εκτέλεσή της. Μειοψήφισε η Πρόεδρος του Τμήματος Αικ. Συγγούνα, με τη γνώμη της οποίας συντάχθηκε ο Πάρεδρος Γ. Ζιάμος, οι οποίοι υποστήριξαν ότι ο ως άνω λόγος ακυρώσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι βάσιμος λόγω πλημμελούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Και τούτο, ειδικότερα, διότι, εφ’ όσον ο αιτών προέβαλε με την «έφεσή» του ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας ότι η ποινή της εκπτώσεώς του από το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη ήταν, κατά την άποψή του, περιορισμένης χρονικής διάρκειας (30 ημερών), δοθέντος ότι η σχετική πράξη του Μητροπολίτη Ναυπάκτου είχε εκδοθεί κατ’ επίκληση του άρθρου 11 του ν. 5383/1932, όπως ισχύει (ορίζοντος ότι «[…] ο Αρχιερεύς …επιβάλλει … αργίαν μέχρι 30 ημερών μετά ή άνευ εκπτώσεως από του εκκλησιαστικού οφφικίου …»), το ως άνω Συμβούλιο όφειλε να αιτιολογήσει ειδικότερα την κρίση του για την ύπαρξη προθέσεως του αιτούντος να τελέσει το συγκεκριμένο παράπτωμα, εν όψει της εντυπώσεως που είχε σχηματίσει, κατά τους ανωτέρω ισχυρισμούς του, για την περιορισμένη χρονική διάρκεια της αφαιρέσεως του οφφικίου.
13. Επειδή προβάλλεται ότι η επιλογή της ποινής της οριστικής παύσεως για τα πειθαρχικά αδικήματα για τα οποία κρίθηκε ένοχος ο αιτών υπερβαίνει προδήλως τα όρια της αναλογικότητας, καθ όσον δεν ελήφθη υπ’ όψιν ότι ο σκοπός της ιδρύσεως της επίμαχης ΕΠΕ, η οποία άλλωστε είχε ήδη λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση από το έτος 2004 (συμβόλαιο υπ αριθ. 1287/21.9.2004 της συμ/φου Πειραιά Στ. Λαγάκου), ήταν φιλανθρωπικός και όχι κερδοσκοπικός, για δε την αποδοθείσα στον αιτούντα απείθεια του είχαν επιβληθεί και άλλες (πνευματικής φύσεως) ποινές από το Μητροπολίτη Ναυπάκτου. Επίσης, προβάλλεται ότι η πειθαρχική απόφαση είναι σε κάθε περίπτωση πλημμελώς αιτιολογημένη, διότι δεν περιέχει καμία αιτιολογία ως προς την επιλογή της επιβληθείσης ποινής.
14. Επειδή, από τις μνημονευθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 4, 100 και 122 παρ. 4 του Καν. 5/1978 προκύπτει ότι η πειθαρχική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη τόσο για τη διαπίστωση της ενοχής, όσο και για την επιλογή ή την επιμέτρηση της ποινής, τούτο δε ισχύει και για την επιλογή της ποινής της οριστικής παύσεως, η οποία «δύναται» να επιβληθεί για συγκεκριμένα πειθαρχικά παραπτώματα. Κατά την έννοια, ειδικότερα, των ανωτέρω διατάξεων, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο έχει υποχρέωση να αιτιολογεί την κρίση του ως προς τον προσήκοντα στη συγκεκριμένη περίπτωση χαρακτήρ της επιβλητέας ποινής, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το συμφέρον της υπηρεσίας και τη συνολική διαγωγή του κρινομένου εντός και εκτός αυτής, καθώς και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, ιδίως δε τα αίτια της πράξεως και το σκοπό που επεδίωξε με αυτήν ο κρινόμενος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών προέβαλε με την «έφεσή» του (3ος και 7ος λόγος) ενώπιον του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας, μεταξύ άλλων, ότι το πρακτικό του πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου δεν «διέλαβε οποιαδήποτε αιτιολογία για τις ποινές που τελικά αποφάσισε να επιβάλει» και ότι οι επίμαχες ποινές οριστικής παύσεως υπερέβαιναν το αναγκαίο μέτρο και ήταν αντίθετες προς την αρχή της αναλογικότητας. Όπως, εξ άλλου, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας, το μέλος του Δ. Καπετσώνης ανέφερε επί των ανωτέρω αιτιάσεων του αιτούντος τα εξής, τα οποία και υιοθετήθηκαν ομοφώνως από το Συμβούλιο: «1. Ως προς τον τρίτον λόγον της εφέσεως. […] ορθά το προσβαλλόμενο πρακτικό δεν διέλαβε ειδική αιτιολογία ως προς την επιβλητέα ποινή καθόσον για την επιβολή των ποινών δεν είναι αναγκαία ειδική αιτιολογία. Η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 του υπ’ αριθ. 5/1978 Κανονισμού διαλαμβάνει ρητά ότι απαγορεύεται η συμμετοχή εκκλησιαστικών υπαλλήλων σε Ε.Π.Ε.  … Συνεπώς, αρκεί μόνη αυτή – η συνομολογούμενη άλλωστε – συμμετοχή του ιερομονάχου Ιγνάτιου Σταυρόπουλου στην υπόψη ΕΠΕ, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται, αφού δεν έχει –όπως επίσης συνομολογεί ο εκκαλών- μέχρι σήμερα λυθεί ή σε κάθε περίπτωση δεν έχει αποχωρήσει απ’ αυτήν. … 3. Ως προς τον έβδομο λόγο της εφέσεως. […] προβάλλεται […] η αρχή της αναλογικότητος εις την κατάγνωση των ποινών. Και  ο λόγος αυτός στερείται νόμιμης βάσης και είναι απορριπτέος. Και τούτο διότι η διάταξη του άρθρου 36 παρ.1 του υπ’ αριθ. 5/1978 Κανονισμού απαγορεύει ρητά και χωρίς εξαίρεση την οποιαδήποτε συμμετοχή σε ΕΠΕ και δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε διάκριση, σε σχέση με τον σκοπό που επιτελεί αυτή [και] τα τυχόν μη κερδοφόρα αποτελέσματα από τη λειτουργία της». Υπό τα δεδομένα όμως αυτά, η προσβαλλόμενη πειθαρχική απόφαση, στηριζόμενη κυρίως επί της εσφαλμένης εκδοχής ότι το πειθαρχικό συμβούλιο δεν είχε ειδικότερη υποχρέωση αιτιολογίας για την επιλογή της επιβλητέας ποινής, με αποτέλεσμα να μην προβεί και στην επιβαλλόμενη από το νόμο συνεκτίμηση του συνόλου των ιδιαίτερων περιστάσεων των πράξεων που αποδόθηκαν στον αιτούντα (π.χ. φύση, διάρκεια και σκοπός της δραστηριότητας της επίμαχης Ε.Π.Ε. κλπ) καθώς και των συναφών ισχυρισμών του, παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Καν. 5/1978 και πρέπει να ακυρωθεί, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως.
Δια ταύτα
Κρατεί την υπόθεση.
Δέχεται την αίτηση.
Ακυρώνει την υπ’ αριθ. 4/2005 απόφαση του Ανωτάτου Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στην Εκκλησία της Ελλάδος τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2015-08-25
Η Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος     Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
                  Αικ. Συγγούνα                                Δ. Τετράδη
Και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 25ης Ιουνίου 2015-08-25
Η Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος     Ο Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος
Αικ. Συγγούνα                                    Ν. Βασιλόπουλος

Αντίγραφο
Αθήνα 21-8-2015